Φαινομενική αλλαγή πλεύσης και τρόπου έμοιαζε το 2009 το «Looking for Eric», με την κωμική πινελιά και το κάπως πιο ανάλαφρο ύφος του. Κι αν το πάρεις και λίγο πιο σκληροπυρηνικά, ίσως δεν θα περίμενες τον πιο αγέλαστο σοσιαλιστή των kitchen sink απόνερων του free cinema – στην οριακή εποχή του οποίου ο Λόουτς συνεισέφερε το σημαίνον «Kes» (1969) – να επικυρώσει το ποδόσφαιρο σαν κάτι άλλο από το όπιο των εγγλέζικων μαζών. Και θα είχες κάνει λάθος. Γιατί ο Κεν Λόουτς, στην όψιμη κινηματογραφική καριέρα του (στο σινεμά ο Άγγλος μονιμοποιήθηκε αργά, σχεδόν στα 55 του!), σχεδόν πάντα έβρισκε, έστω και σε ρανίδες, το κωμικό του φλέγματος των συμπατριωτών του.
Ωστόσο εδώ ο Λόουτς, χωρίς να χαρίζει σπιθαμή από την έγνοια του για την εργατική τάξη, την εγγλέζικη περιφέρεια (εδώ το Μάντσεστερ) και τα συνεπακόλουθα χούγια μιας πολιτικής που αφήνει μεγάλα τμήματα πληθυσμού σε μια καταδικαστική, χαμηλόμισθη επανάληψη, επιχειρεί περίπου το – γι’ αυτόν – αδιανόητο: Να παρεισφρήσει στο χώρο της φαντασίας και να μετατρέψει τη ψυχοπαθολογία του «φανταστικού φίλου» σε όχημα συχνάκις σατιριζόμενης (και μέσα στο έργο) αυτοβελτίωσης.
Για τον ταχυδρόμο του Μάντσεστερ λοιπόν, έναν από τους πολλούς τιφόζι των «Κόκκινων Διαβόλων», ο φανταστικός φίλος δεν μπορεί να είναι άλλος απ’ τον Ερίκ Καντονά, αυτόν τον εμπνευσμένο μέσο με τις ιδιοτροπίες, το ταμπεραμέντο και την θρυλική φιλοσοφική του τάση. Ο Λόουτς, εμπνεόμενος ίσως από το κλασσικό ιντερμέδιο του «High Fidelity» όπου ο Μπρους Σπρίνγκστιν συμβουλεύει τον Κιούζακ πώς να μην τα θαλασσώνει πια (σ’ ένα εύρημα που ο Τζέρι Λιούις βέβαια είχε χρησιμοποιήσει πρωτύτερα με τον Τζορτζ Ραφτ), βάζει τον Καντονά, τον ίδιο τον Καντονά (που είναι άλλωστε και παραγωγός) να παρασταθεί σε άλλον έναν ταχυδρόμο που χρειάζεται συναισθηματική/υπαρξιακή ευθυγράμμιση.
Βαθιά μέριμνα για μικρές ιστορίες, μεγάλων, άσημων ανθρώπων, σπουδασμένο filmmaking όταν σε μια τοσηδά, σχεδόν απροειδοποίητη, σκηνούλα (αυτήν με το περιστέρι στη κορνίζα) μπορεί και να αναλυθείς σε λυγμούς, κεφάτη προσέγγιση πάνω στις θαυμάσιες απλότητες του ανδρικού ψυχισμού (η χαρά που μας δίνει ένα γκολ, λίγο rock ‘n roll κι ένα ανθισμένο κορίτσι), προσεκτική δοσολογία μελοδράματος και αποφυγή περιπλοκών που δεν ταιριάζουν στο έργο (η υποπλοκή με τον γιο του ίσα-ίσα γλιτώνει τον πέλεκυ), συνθέτουν ίσως όχι μια από τις μεγάλες στιγμές του Λόουτς, αλλά οπωσδήποτε την πιο τρυφερή και κερδισμένα αξιαγάπητη.