Όποιος αναλάμβανε να φέρεις εις πέρας το έργο της κινηματογραφικής μεταφοράς του μυθιστορήματος «Στην Ακτή» του Ίαν Μακ Γιούαν, είχε δύο προβλήματα για δυνατούς λύτες να αντιμετωπίσει. Το ένα πώς θα αντλήσει δράμα από μια ισχνή ιστορία που επιχειρεί (και αποτυγχάνει) να αναδείξει τους δύο νιόπαντρους ήρωες σε τραγικά θύματα του πουριτανισμού και της άγνοιας περί της φύσεως των σεξουαλικών πραγμάτων. Το δεύτερο πώς θα μεταφράσει κινηματογραφικά την πρόζα του ΜακΓιούαν, από όπου αντλεί και την γοητεία του το εν λόγω λογοτεχνικό πόνημα. Ο ΜακΓιούαν περιγράφει τα γεγονότα και τις σκέψεις των ηρώων στεγνά, με την ουδετερότητα ενός ιστορικού που με έναν μαγικό τρόπο απέκτησε πρόσβαση στον εσωτερικό τους κόσμο. Η προσέγγιση αυτή έχει κωμικά αποτελέσματα – σκεφτείτε πχ. την ειρωνεία της αφήγησης στο «Μπάρι Λίντον» του Κιούμπρικ- και, σε στιγμές έντονης συναισθηματικής φόρτισης, μια ευθύτητα που σχεδόν σου κόβει την χολή.
Όσον αφορά το πρώτο πρόβλημα, ο ίδιος ο ΜακΓιούαν, που ανέλαβε την σεναριακή διασκευή του βιβλίου του, φρόνιμα περιόρισε τις βολές κατά του κοινωνικού συντηρητισμού κι εστίασε στις προσωπικές εμπειρίες των χαρακτήρων, ως πηγή προβλημάτων για την αδυναμία τους να κοινωνήσουν τα αισθήματα τους και να «εκπληρώσουν» τον γάμο τους – ο διανομέας είχε κέφια. Και στην κινηματογραφική της διασκευή, βέβαια, η ιστορία του μοιάζει να εκβιάζει την τραγικότητα του ρομάντζου, αλλά βελτιώνεται μερικώς από την προσθήκη ενός φινάλε που εστιάζει στο συναίσθημα της μετάνοιας. Οι ιστορίες κινηματογραφικής μετάνοιας ανέκαθεν προκαλούσαν διέγερση των δακρυγόνων αδένων, βρίσκοντας έρεισμα στην κοινή εμπειρία των «αν» και των «γιατί», αναπάντητων ερωτημάτων που έχουν εξασφαλίσει άγρυπνες νύχτες στην συντριπτική πλειονότητα των εκπροσώπων του ανθρωπίνου γένους.
Το δεύτερο πρόβλημα δυστυχώς δεν βρήκε λύση. Ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης Ντομινίκ Κουκ δεν μπόρεσε να εφεύρει το κινηματογραφικό ανάλογο της ιδιάζουσας πρόζας του ΜακΓιούαν, κράτησε από αυτή μόνο την αποστασιοποίηση. Ευτύχησε όμως να έχει στο πλευρό του τους κατάλληλους συνεργάτες. Τα γαλαζωπά φίλτρα του διευθυντή φωτογραφίας Σων Μπόμπιτ υπαγορεύουν την μελαγχολία, το τμήμα της καλλιτεχνικής διεύθυνσης δίνει το στίγμα της εποχής και, πάνω από όλα και όλους, οι δύο πρωταγωνιστές, ο Μπίλι Χάουλ και η Σίρσα Ρόναν , αναβαθμίζουν και εμπλουτίζουν το δράμα. Με λεπτούς μανιερισμούς και σπασμωδικές κινήσεις αποδίδουν έκτακτα την αμηχανία –και την κωμικότητα, όταν πρέπει- της στιγμής, ενώ στο φινάλε, θαμμένοι κάτω από τόνους μέτριου μεικ-απ, με δυο βλέμματα υγρά κι ένα νεύμα ανεπαίσθητο δίνουν στο κρίμα των ηρώων βαρύτητα και ένταση πολλαπλάσια από εκείνη που του αναλογεί, καλύπτοντας σε ικανοποιητικό βαθμό τα ελλείμματα της δραματουργίας.