Η μικρή Λεμονιά (Δανάη Ανδρουλάκη) ζει με τους γονείς της (Ειρήνη Δράκου και Γιώργος Βαλαής) στη Δραπετσώνα και έχει βαρεθεί τους καβγάδες τους. Όταν πέσει τυχαία στα χέρια της μια χειροβομβίδα, αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα προκειμένου να επιστρέψουν οι χαρούμενες μέρες στο σπίτι.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Δημήτρη Μπίτου η οποία προβλήθηκε ως work in progress το 2013 στις Νύχτες Πρεμιέρας (και όχι το 2014, όπως γράφει το δελτίο τύπου), είναι γυρισμένη σαν να δίνει σάρκα και οστά στη φαντασία ενός πληγωμένου παιδιού, το οποίο πολύ θα ήθελε να έχει ξαφνικά τη δύναμη να βάλει τους αποξενωμένους γονείς του να συμφιλιωθούν με το ζόρι. Η μικρή σκηνοθετεί υπό μίαν έννοια στον «Ανεμιστήρα» τη σχέση των δικών της όπως θα ήθελε να είναι, με την απειλή χειροβομβίδας. Γύρω από αυτό το εύρημα που θέτει το πιο ευάλωτο μέλος της οικογένειας σε θέση ισχύος, περιστρέφεται όλη η αφήγηση μιας ταινίας που θέλει να θέσει τη νεοελληνική ωμότητα σε ένα πλαίσιο μαγικού ρεαλισμού. Με το δυστύχημα να είναι πως το συγκεκριμένο εύρημα προκύπτει να είναι και το highlight της όλης υπόθεσης, η οποία καταλήγει τελικά να ανακυκλώνεται κάπως άβολα κι αβέβαια.
Στον «Ανεμιστήρα» ο ήλιος δε βγαίνει ποτέ, ο καιρός είναι βρετανικός και τα παιδιά αναρωτιούνται πότε θα ‘ρθει το καλοκαίρι. Με τους διαλόγους να είναι μονίμως φορτισμένοι, επαναλαμβανόμενοι και αδιέξοδοι, αρκετή φροντίδα έχει πέσει – ευτυχώς – στο κάδρο της ταινίας, το οποίο παραπέμπει ενίοτε σε πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ (π.χ. εκείνη η σκηνή με τη Λεμονιά που στέκει ως «Οδοιπόρος επάνω από τη θάλασσα της ομίχλης» με φόντο τη φουρτουνιασμένη θάλασσα). Μέσα από συχνά ασυνήθιστες γωνίες λήψης, ο μόνιμος ψυχρός φωτισμός και οι πολλές σκιές πρωταγωνιστούν, υπογραμμίζοντας τον μικροαστικό ζόφο μιας πυρηνικής οικογένειας που δεν προσπαθεί να κρύψει την αμετάκλητη συναισθηματική νέκρωση μεταξύ των γονέων. Επίσης, εξίσου αρμοστή με το ύφος της ταινίας αποδεικνύεται και η πρωταγωνιστική τριάδα.
Ωστόσο, ξέχωρα από τις όποιες επιμέρους αρετές, ο «Ανεμιστήρας» παραμένει σεναριακά αβέβαιος και ημιτελής, παρότι έχουν μεσολαβήσει τέσσερα χρόνια από την πρώτη εκδοχή του.