Ήδη από τους εναρκτήριους τίτλους, πλαισιωμένους από ερασιτεχνικά βίντεο που προδίδουν τόσο όμορφες, όσο και εντελώς προσωπικές (αλλά και λιγάκι σιροπιασμένες) στιγμές οικογενειακής ευτυχίας, το φιλμ του οποίου η Χάλι Μπέρι είναι η μεγάλη πρωταγωνίστρια αλλά και συμπαραγωγός, έχει κάνει ξεκάθαρες τις προθέσεις του. Αφού λοιπόν έχεις εξ αρχής καταλάβει τι είναι αυτό που πρόκειται να δεις, απομένει μόνο να αντιληφθείς σε πιο βαθμό κινηματογραφικής αληθοφάνειας, αλλά και σεναριακής αξιοπιστίας είναι ικανή να φτάσει μια ταινία που επιχειρεί να απεικονίσει μια γυναίκα η οποία συνειδητά ωθεί τον εαυτό της πέρα από τα όρια. Παρότι όμως η αδρεναλίνη μοιάζει να μην πέφτει ποτέ και ο γρήγορος ρυθμός (υποβοηθούμενος από ένα κοφτό και σχετικά ακριβές μοντάζ) συμβάλλει σε ένα σφριγηλό και στεγνό από περιττά αφηγηματικά βάρη αποτέλεσμα, η προδιαγεγραμμένη της εξέλιξη όπως και ο έκδηλος διδακτισμός, την καθιστούν ένα χαμηλής ποιότητας κινηματογραφικό προϊόν που τελικά δεν κάνει τίποτε άλλο από το να περιστρέφεται εμμονικά γύρω από το πόσο ηρωική μητέρα είναι ο κεντρικός της χαρακτήρας.
Σε μία ακόμη λανθασμένη επιλογή της καριέρας της (τόσο που τείνεις να πιστέψεις ότι η υποδειγματική της ερμηνεία στον «Χορό των Τεράτων» αποτέλεσε ερμηνευτικό παραστράτημα) η Χάλι Μπέρι υποδύεται την Κάρλα Ντάισον, χωρισμένη σερβιτόρα-ήρωα της ζωής, της οποίας ο τρισχαριτωμένος εξάχρονος γιος πέφτει θύμα απαγωγής, όταν σε μια από τις κερδισμένες με κόπο και βάσανα βόλτες στο πάρκο, αποσπάται στιγμιαία από το τηλεφώνημα που αφορά την αντιδικία γύρω από την επιμέλεια του παιδιού της.
Οι ελάχιστες σεναριακές μεταβολές (για ανατροπές ούτε λόγος) φαντάζουν απίστευτα βολικές, δοσμένες ίσα ίσα για να προλάβουν το φιλμ από την έκπτωση στη γελοιότητα…
Ο Ισπανός σκηνοθέτης Λούι Πριέτο εστιάζει συνεχώς στο γνώριμο πρόσωπο της πρωταγωνίστριάς του, αποτυπώνοντας με συνεχόμενα (και εξαντλητικά είναι η αλήθεια) κοντινά τον πανικό στα μάτια της απεγνωσμένης γυναίκας που αντιλαμβάνεται ότι οι πιο εφιαλτικοί της φόβοι επιβεβαιώνονται, όταν διακρίνει το γιο της να σέρνεται βίαια προς την κατεύθυνση ενός παλιού, ημι-κατεστραμμένου και χωρίς πινακίδες αυτοκινήτου. Χωρίς δεύτερη σκέψη και μην έχοντας ξεκάθαρα στο μυαλό της τι πρόκειται να συμβεί, μετατρέπεται από στοργικός γονέας σε αυτόκλητος τιμωρός, οδηγώντας το φιλμ σε ένα κρεσέντο μητρικής εκδίκησης πλαισιωμένο από μια παρατεταμένη σκηνή καταδίωξης η οποία, σχεδόν από την αρχή έως το συμβατικό της φινάλε, στερείται ρεαλισμού, αφηγηματικής συνοχής και σεναριακής πρωτοτυπίας.
Σε όλη τη διάρκεια του ομολογουμένως υψηλής έντασης κυνηγητού των αδίστακτων απαγωγέων από την αποφασισμένη (και με ικανότητες τουλάχιστον καταδρομέα) ηρωίδα, δεν μπορείς παρά να φτάσεις σε σημείο να αναρωτιέσαι εάν οι ίδιες τις οι πράξεις, οι οποίες άλλοτε φαντάζουν ενστικτώδεις και άλλοτε αποτελέσματα σχολαστικά υπολογισμένης ορθολογικότητας, βάζουν τελικά περισσότερο σε κίνδυνο το παιδί της παρά το οδηγούν στη διάσωση. Οι ελάχιστες σεναριακές μεταβολές (για ανατροπές ούτε λόγος) φαντάζουν απίστευτα βολικές, δοσμένες ίσα ίσα για να προλάβουν το φιλμ από την έκπτωση στη γελοιότητα, της οποίας τα όρια δυστυχώς και αγγίζει πολλές φορές, όπως για παράδειγμα με τον ανυπόφορο επεξηγηματικό μονόλογο της ακραίας συναισθηματικής της κατάστασης ο οποίος ολοκληρώνεται με επίκληση για θεια παρέμβαση! Συν τοις άλλοις, μοιάζει το λιγότερο σουρεαλιστική η παντελής απουσία (αλλά και επιδεικτικότατη ανοησία) της αστυνομίας, όπως επίσης και το γεγονός ότι οτιδήποτε τραγικό συμβαίνει κατά την εξέλιξη μιας ήδη ακατάστατης πλοκής (από συνεχείς καραμπόλες σε αυτοκινητοδρόμους, μέχρι δολοφονικά ατυχήματα) περνά μονίμως απαρατήρητο.
Το μόνο που φαίνεται τελικά να απομένει από αυτό το φτηνό και σε γενικές γραμμές αποτυχημένο φιλμ (κακής) τηλεοπτικής αισθητικής, είναι μια εξαντλημένη -και ελαφρώς βιονική- Χάλι Μπέρι που δεν σταματά να φωνάζει μέσα στα μούτρα σου πόσο πολύ αγαπάει το παιδί της, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα το μητρικό της ένστικτο ως την πρωτογενή κινητήρια δύναμη που θα την ωθήσει να σύρει στο δρόμο έναν πολύ δυνατότερό της άνδρα ή να χτυπήσει με ένα αμβλύ φτυάρι έναν άλλο. Η ατάκα «Πήρες το λάθος παιδί!» δεν μπορεί παρά να ακούγεται τόσο προκλητικά εκβιαστική (λες και υπάρχει «σωστό παιδί» προς απαγωγή) που νομίζεις ότι έμμεσα αναζητά κινηματογραφικό εξαγνισμό στον παγωμένο, απάνθρωπο αλλά και συγκλονιστικά σπαρακτικό κόσμο του αριστουργήματος του Αντρέι Σβιάγκιντσεφ «Χωρίς Αγάπη», με το οποίο το φιλμ του Πριέτο έχει την ατυχία να προβάλλεται σχεδόν ταυτόχρονα.