Δυο αδέρφια αποτυγχάνουν στη ζωή αλλά αποτυγχάνουν και στο έγκλημα, καθώς η πρώτη τους απόπειρα για μια καλή μπάζα θα οδηγήσει τον πιο ευέξαπτο από τους δύο, τον Κένι, στη φυλακή, χωρίς ωστόσο να αποκαλύψει κάτι για τον αδερφό του Ντέιβ αλλά και την αγαπημένη του Σιλβί, η θύμηση της οποίας είναι και το βασικό του κίνητρο επιβίωσης. Βγαίνοντας έξω τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Ντέιβ και η Σιλβί είναι ζευγάρι αλλά κανείς δεν αντέχει να το πει σε έναν άνθρωπο που φαίνεται πως δεν έχει αλλάξει καθόλου.
Το τελευταίο, σε συνδυασμό με τη φύση οποιασδήποτε «αδερφικής» σχέσης είναι τα δυο σημεία που φαίνεται να απασχολούν περισσότερο τον Ρόμπιν Προντ στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, σε ένα σφιχτοδεμένο φιλμ που η έντασή του σε κάνει να ξεχνάς την επανάληψη του πανάρχαιου θέματός του, τη αιματηρή σύγκρουση δηλαδή των δύο αδερφών. Η πρώτη του διαπίστωση γίνεται με βάση το χτίσιμο του χαρακτήρα του Κένι, ενός μεγάλου παιδιού που ο φιλμικός χρόνος από τη στιγμή της καταδίκης του ως την έξοδό του από τη φυλακή (λίγα λεπτά), μοιάζει με τον πραγματικό, καθώς καμία σκέψη σωφρονισμού δε φαίνεται να έχει περάσει από το μυαλό του. Βγαίνοντας είναι έτοιμος να δημιουργήσει πάλι πρόβλημα στους γύρω του και κυρίως στον αδερφό του, ακόμη και αν αυτός δεν έκρυβε μέσα του το μυστικό που κρύβει.
Αυτή η μυστήρια αλλά σχεδόν νομοτελειακή σχέση κρατάει το ενδιαφέρον στα όσα συμβαίνουν από εδώ και πέρα. Δυο άνθρωποι που φαίνεται να έχουν τραβήξει διαφορετικούς δρόμους γίνονται όμηροι του εξ αίματος δεσμού τους και θυμούνται ωραία, ανέμελα χρόνια στον (ιστορικό για το Βέλγιο) λόφο των Αρδεννών, εκεί όπου μοιραία θα λύσουν τις διαφορές τους. Ο Προντ όταν κολλά στη συνέχιση της ιστορίας βρίσκει μερικές απίθανες λύσεις, όπως μια απρόσμενη επίθεση στρουθοκαμήλων, και κρατά ως το τελευταίο του πλάνο την ένταση αυτής της σχέσης, υπογράφοντας με αξιοσημείωτη πειθαρχία ένα πολύ ικανοποιητικό ντεμπούτο.