Δεν είναι δυνατόν να μην σε συγκινεί μια πραγματική ιστορία βασανισμού, άδικης φυλάκισης και στέρησης των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων ενός πολίτη. Είναι επίσης πολύ δύσκολο να μένεις αμέτοχος όταν μπροστά στα μάτια σου εκτυλίσσονται σκηνές αδιάκοπου ψυχολογικού μαρτυρίου, αβάσιμων κατηγοριών και κατάφωρης λογοκρισίας. Ο προσωπικός γολγοθάς ανθρώπων που απλώς προσπάθησαν να καταγράψουν την επικαιρότητα, είναι συχνό φαινόμενο σε συγκεντρωτικές δικτατορίες, με το Ιράν να έχει μακρά ιστορία στη φίμωση της πληροφόρησης.
Η πραγματικότητα όμως είναι πως μια απλή παράθεση των γεγονότων δεν φτάνει για να κάνει ένα φιλμ ελκυστικό. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό εγχείρημα. Παρότι αφηγείται συγκλονιστικά αληθινά γεγονότα, δείχνει να κρατά μια αποστασιοποιημένη, σχεδόν φιλοσοφική οπτική χάνοντας την αίσθηση του επείγοντος. Δίχως τελικά να έχει μεγάλες προσδοκίες, μοιάζει να γοητεύεται τόσο πολύ από την αφήγηση της ιστορίας του που ξεχνά να αποδώσει κινηματογραφικά, περιορίζοντας τις δραματικές του δυνατότητες με τρόπο που θα ταίριαζε περισσότερο σε τηλεταινία και όχι σε ολοκληρωμένο φιλμικό δημιούργημα.
Ο επί δεκατέσσερα χρόνια τηλεοπτικός παρουσιαστής του σατυρικού προγράμματος “The Daily Show” Τζον Στιούαρτ, σκηνοθετεί και διασκευάζει τα απομνημονεύματα του Καναδού με ιρανικές ρίζες ανταποκριτή του Newsweek Μάζιαρ Μπαχάρι, ο οποίος βρέθηκε στο Ιράν κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2009. Μέσα στο βιβλίο με τίτλο “And Then They Came For Me: A Family’ s Story of Love, Captivity and Survival” περιγράφει τη σύλληψη και κράτησή του στις φυλακές Εβίν της βορειοδυτικής Τεχεράνης με την ανυπόστατη κατηγορία της κατασκοπείας για 118 ημέρες.
Ο τίτλος της ταινίας προέρχεται από το κωδικό όνομα του βασανιστή του (“Ροδόνερο”), παρότι αυτό δεν ακούγεται πουθενά και η αρχική σκηνή παραπέμπει στη βαριά μυρωδιά που άφηνε ο ίδιος επάνω στο δημοσιογράφο. Ο πασίγνωστος κωμικός (και φιλελεύθερη εικόνα της αμερικάνικης τηλεοπτικής σόου μπιζ) δήλωσε ότι “η ώθηση για το φιλμ προήλθε βασικά από τα συναισθήματα ενοχής και εξιλέωσης γι αυτά που συνέβησαν στον Μπαχάρι”, αφού μία παλιότερη συνέντευξή του στην εκπομπή χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη ενοχής από τους καθεστωτικούς αστυνομικούς κατά τη σύλληψή του. Η ντοκιμαντερίστικη σκηνοθεσία παίρνοντας ξεκάθαρη θέση, αναμιγνύει πραγματικό υλικό με πλάνα γυρισμένα στη Ιορδανία, περιγράφοντας παράλληλα τη μεγάλη ελπίδα απεμπλοκής από τον συντηρητικό κλοιό της τυραννικής κυβέρνησης Αχμαντινεζάντ, αλλά και την τεράστια απογοήτευση και οργή που ακολούθησε τις ημέρες μετά το αμφισβητήσιμης εγκυρότητας αποτέλεσμα.
Ο Μπαχάρι μετατρέπεται από πολιτικός σε πολεμικός ανταποκριτής μέσα στην ίδια του τη χώρα, αναζητώντας ταυτόχρονα τα όρια της πληροφόρησης αλλά και την αληθινή ανάγκη των ανθρώπων για δημοκρατία και δίκαιη μεταχείριση. Η φυλακή και η απομόνωση μονοπωλούν τη δεύτερη πράξη του φιλμ με τον Στιούαρτ να στέκεται εύστοχα στις εξωφρενικότητες και τους παραλογισμούς που χρησιμοποιούνται ως εργαλεία χειραγώγησης ενός δικτατορικού μηχανισμού, ο οποίος θεωρεί το “Θεώρημα” του Παζολίνι ή τους “Σοπράνος” ως πορνογραφικό υλικό. Οι ενδοσκοπικοί διάλογοι του πρωταγωνιστή με το νεκρό πάτερα του (φυλακισμένο ως κομουνιστή από τον Σάχη) στο κελί της απομόνωσης αποτελούν ίσως τη μοναδική στιλιστική σκηνοθετική παρέμβαση στην κυνική αναπαράσταση των γεγονότων, οντάς ταυτόχρονα και οι πιο αξιομνημόνευτες σκηνές του φιλμ.
Ο Μεξικανός Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ (“Ημερολόγια της μοτοσικλέτας”, “Βαβέλ”) υποδύεται συμπαθητικά τον Μπαχάρι, το κρυφό όπλο όμως της ταινίας είναι το δίχως άλλο η ερμηνεία του Δανού Κιμ Μπόντνια (“Pusher”) στο ρόλο του ανακριτή του, παρουσιάζοντάς τον ως ένα αντιπαραγωγικό προϊόν ενός διεφθαρμένου συστήματος. Σαν ένας σφιχτοδεμένος κόμπος φόβου, αποστροφής και χαμένου αυτοκαθορισμού, που αντλεί την οργή του εν μέρη και από τις δικές του αξιολύπητες συνθήκες πλήρους αδυναμίας. Αυτό που καταφέρνει σε στιγμές είναι να σε κάνει να πέσεις στην παγίδα της αμφισβήτησης των ψυχολογικών βασανιστηρίων (η βία δεν είναι έκδηλη) ξεχώνοντας ότι ακόμη και η απλή στέρηση της ελευθερίας της έκφρασης αποτελεί -όπως πολύ εύλογα μας θυμίζει η καταληκτική σκηνή- βάρβαρη καταπάτηση των δικαιωμάτων του καθενός.
Ίσως ο χαρακτηρισμός του δυτικού συστήματος ενημέρωσης ως ελεύθερο και αξιόπιστο να αποτελεί μια υπεραπλουστευμένη παραδοχή. Ίσως επίσης τα προσωπικά μαθήματα ζωής του πρωταγωνιστή να παραδίδονται διεκπεραιωτικά, χωρίς τη σφραγίδα κάποιου ιδιαίτερου σκηνοθετικού ύφους. Όμως αυτή η ανθρώπινη μαύρη τραγικομωδία παραμένει ικανοποιητική, προσφέροντας μεν ένα αίσθημα δικαίωσης στο καφκικό μαρτύριο του δημοσιογράφου, αλλά ταυτόχρονα θυμίζοντας όλους εκείνους τους ανθρώπους που δίχως την πολυτέλεια της διεθνούς προβολής βρίσκονται ξεχασμένοι στις φυλακές των απανταχού ολοκληρωτικών θρησκευτικών καθεστώτων.