Αν αφαιρέσουμε τις εμπορικές προσδοκίες, που συνήθως παίζουν τον ρόλο τους, υπάρχουν 2 βασικοί άξονες στους οποίους κινείται ένας δημιουργός όταν αποφασίζει να ασχοληθεί με μια βιογραφία ενός καλλιτέχνη. Η εγκυκλοπαιδική προσέγγιση, η διάθεση δηλαδή του έργου ως υποκατάστατο της πληροφορίας, αλλά και το καλλιτεχνικό στοίχημα που προκύπτει, η ανάγκη δηλαδή μιας γραμμής που ακολουθεί όλη τη βιογραφία και ξεφεύγει από το πρόσωπο που το φιλμ αναφέρεται, αλλά το ανυψώνει σε κάτι διαφορετικό. Οι δυο αυτοί δρόμοι συχνά παίζουν ένα είδος διελκυστίνδας, με τις πιο αδιάφορες βιογραφίες να βασίζονται αποκλειστικά στην πληροφορία, τις περισσότερες να κρατούν την ισορροπία και κάποιες πιο τολμηρές που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το πρόσωπο για το οποίο υποτίθεται μας πληροφορούν, για την επίτευξη διαφορετικών στόχων.
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει ξεκάθαρα το «Barbara» του Ματιέ Αμαλρίκ που από την αρχή αρνείται τη θέση του υποκατάστατου της wikipedia – όποιος ανατρέξει εκεί θα μάθει περισσότερα για την γαλλίδα τραγουδίστρια. Χρησιμοποιώντας μια meta τεχνική, μετατοπίζει το κέντρο βάρους του όχι στην τραγουδίστρια στην οποία αναφέρεται, αλλά στην εσωτερική μάχη που δίνει μια ηθοποιός για να την υποδυθεί, σε μια φανταστική βιογραφία της οποίας τα γυρίσματα βλέπουμε μέσα στην ταινία. Έτσι, η Ζαν Μπαλιμπάρ, αντί να μας παρουσιάζει την Μπάρμπαρα, μας δείχνει πως είναι να παρουσιάζει κάποιος τη Μπάρμπαρα και ο Αμαλρίκ που κρατά το ρόλο του σκηνοθέτη της φανταστικής ταινίας, αντί να σκηνοθετεί μια συμβατική βιογραφία, σκηνοθετεί την αγωνία κάποιου που σκηνοθετεί μια συμβατική βιογραφία.
Χωρίς να ακολουθεί γραμμική αφήγηση, ο Αμαλρίκ παρουσιάζει στην μεγαλύτερη διάρκεια της ταινίας ένα χάος στο οποίο ξεχωρίζει σε στιγμές η πραγματική Μπάρμπαρα, την οποία βλέπουμε σε clips, οταν η Μπαλιμπάρ «εκπαιδεύεται» για να της μοιάσει, κάτι που από τη μια πλευρά αποτελεί αληθινό φόρο τιμής στην τραγουδίστρια (ποιος άλλωστε μπορεί να μας μαγέψει καλύτερα με την εικόνα της πέρα από την ίδια;) και από την άλλη βάζει τον σκηνοθέτη στη λογική της επίθεσης κατά των συμβατικών βιογραφιών. Για τον Αμαλρίκ, το κινηματογραφικό έργο πρέπει να είναι αυτούσιο, να παράγει στο τέλος ιδέες και συναισθήματα χάτη στην προσέγγιση του σκηνοθέτη πάνω στο θέμα του, που αν αυτό είναι η ζωή ενός καλλιτέχνη θα πρέπει να περάσει σε δεύτερη μοίρα. Χρήσιμες είναι οι πληροφορίες, αλλά το είδος που τις εξυπηρετεί καλύτερα είναι το ντοκιμαντέρ.
Βέβαια, η λύση του χάους ως αντισυμβατικό στοιχείο δε λειτούργεί πάντα αποτελεσματικά. Το φιλμ είναι γεμάτο με διαφόρων ειδών «δημιουργικές ασάφειες» στην προσπάθεια του Αμαλρίκ να ξεφύγει από την τυποποιημένη βιογραφία. Η επιλογή του είναι μεν τολμηρή, αξιοθαύμαστη και αναμφίβολα πολύ δύσκολη κατά την προετοιμασία και εφαρμογή της, αλλά πολλές φορές και αδιέξοδη – εύλογα κάποιος μπορεί να αναρωτηθεί ποιος ο λόγος να ασχοληθείς με ένα είδος όταν θέλεις απλά να του επιτεθείς. Ο Αμαλρίκ δεν επιτίθεται στη Μπάρμπαρα, επιτίθεται περισσότερο πχ στον σκηνοθέτη της «Dalida» ή όποιον άλλον ανέλαβε τη ζωή μιας προσωπικότητας και κρύφτηκε πίσω από αυτήν. Κάτι τέτοιο είναι αναμφίβολα μια καλλιτεχνική διακήρυξη, το θέμα όμως είναι πόσοι έχουν την αντοχή να την υποστηρίξουν όταν ακόμη και ο τίτλος του φιλμ παραπέμπει στην αντίθετη κατεύθυνση.