Ο Superman και ο Batman είναι δυο συμπληρωματικοί χαρακτήρες που μέσα από τις αντιθέσεις τους τροφοδότησαν την ποπ κουλτούρα και τη συνοδεύουν ως πρότυπα μυθοπλασίας εδώ και ογδόντα σχεδόν χρόνια. Η δύναμη σε αντίθεση με την εξυπνάδα, το υπερφυσικό και το υπεραθλητικό, ο ξένος και ο γήινος, οι δυο σουπερήρωες είναι οι ιδανικοί ενσαρκωτές της λαϊκής ρήσης «η μέρα με τη νύχτα». Ο Ζακ Σνάιντερ ανέλαβε το βαρύ φορτίο της πρώτης κινηματογραφικής συνάντησης των δυο αρχετυπικών ηρώων της DC Comics και όφειλε να παραδόσει μία ταινία που να λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα.
Το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» είναι ταυτόχρονα σίκουελ του «Ο Άνθρωπος από Ατσάλι» (2013) και πρίκουελ της επερχόμενης «Λεγεώνας της Δικαιοσύνης» (2017), της αλά «Avengers» ταινίας που ετοιμάζει η DC ως αναπάντηση στη Marvel. Πάνω απ’ όλα όμως είναι η πολυαναμενόμενη ιστορική συνάντηση δυο συμβόλων και ο Ζακ Σνάιντερ, συνεπής στην ανερμάτιστη πληθωρικότητά του, ετοίμασε ένα θορυβώδες, άτσαλο υπερθέαμα.
Ο Σνάιντερ είναι ο σκηνοθέτης που έφτιαξε καριέρα διασκευάζοντας μερικά από τα πιο δημοφιλή κόμιξ («300», «Watchmen») και παρά την ικανότητά του να «ζωντανεύει» τις φιγούρες με μία δυναμική απεικόνιση, αδυνατεί να προσδώσει βάθος. Βασίζεται περισσότερο στη δανεική στιλιστική παρακαταθήκη του πρωτότυπου έργου και στην ανάμνηση/νοσταλγία που προκαλούν τα σκίτσα των χάρτινων καρέ ή τα κινηματογραφικά κάδρα των προηγούμενων διασκευών τους, για να μπορέσει να δικαιολογήσει τις δικές του αδρές πινελιές.
Η ταινία ξεκινά με την τραγική δολοφονία των Γουέιν μπροστά στα μάτια του μικρού Μπρους και στη συνέχεια επιστρέφει στο φινάλε του «Ο Άνθρωπος από Ατσάλι». Ξαναβλέπουμε την αμφιλεγόμενη σκηνή δράσης της προηγούμενης ταινίας μέσα από το βλέμμα ενός μεσήλικα Μπρους Γουέιν (Μπεν Άφλεκ) και ο Σνάιντερ κλείνει το μάτι στους επικριτές του που τον κατηγόρησαν για την επιδεικτική αδιαφορία με την οποία είχε αντιμετωπίσει τις καταστροφές και τις ανθρώπινες απώλειες στο ατέρμονο εκείνο φινάλε.
Κι ενώ τα πράγματα δείχνουν στρωτά, τα σημάδια της αδέξιας αφήγησης γίνονται εμφανή αρχικά με την εισαγωγή των χαρακτήρων (παλιών και νέων) και στη συνέχεια με τη σχηματική πλοκή που προσπαθεί να τους βρει κοινό τόπο.
O «σκοτεινός ιππότης» με προϋπηρεσία στο κυνήγι «παλαβών με φανταχτερά κοστούμια», φοβάται να αφήσει ανεξέλεγκτο τον σωτήρα της Μετρόπολις και αποφασίζει να τον δει ως απειλή. Ταυτόχρονα ο Λεξ Λουθορ υπηρετεί τη δική του κρυφή ατζέντα και αλιεύει τον κρυπτονίτη που άφησε ο Στρατηγός Ζοντ σιγοντάροντας την κόντρα των δυο υπερηρώων.
Ο Μπεν Άφλεκ πείθει ως Batman/Μπρους Γουέιν, ένας σκοτεινός εκδικητής που έγινε ήρωας κατ’ ανάγκη κι όχι κατ’ επιλογή. Με έμφαση στους γκρίζους κροτάφους, δηλώνει πως ασχολείται με τον υπόκοσμο 20 χρόνια και φανερώνει την κόπωση, τη μοναχικότητα αλλά και την απολυτοσύνη του χαρακτήρα. Η ταινία άλλωστε αφιερώνει περισσότερο χρόνο σ’ αυτόν και καταδικάζει τον Superman/ Κλαρκ Κεντ του Χένρι Κάβιλ σε μία περιφερική παρουσία που κοστίζει στην τελική αναμέτρηση. Αν αναλογιστεί κανείς τη συζητήσιμη δολοφονία του Ζοντ στην προηγούμενη ταινία, αλλά και την εξέλιξη αυτής, ίσως ο «άνθρωπος από ατσάλι» να μην είναι ο αγαπημενος χαρακτήρας του Σνάιντερ…
Η ενδιαφέρουσα ιδέα να εκσυγχρονιστεί η νέμεση του Superman, ο διαβόητος Λεξ Λούθορ, στο πρόσωπο ενός παραληρηματικού χίπστερ (Τζέσι Άιζενμπεργκ) μένει στα χαρτιά. Η νευρώδης παρουσία του Άιζενμπεργκ στην αρχή ξενίζει και έπειτα προκαλεί το αθέμιτο γέλιο (επουδενί απειλή) σε μία ασυντόνιστη ερμηνεία ενός χαρακτήρα που δεν έχει ουσιαστικό (σεναριακό) κίνητρο, λειτουργεί μόνο με τη σύμβαση πως «ο Λεξ Λούθορ είναι γνωστό ότι εχθρεύεται τον Superman» και επιπρόσθετα θυμίζει άλλη ταινία («The Social Network»).
Αυτή που διασώζεται πλήρως, φέρει αέρα ανανέωσης και ελπίδα για τη συνέχεια του franchise είναι η σαγηνευτική Γκαλ Γκαντότ στο ρόλο της Wonder Woman, που κατορθώνει στον ελάχιστο χρόνο να επιβάλει την παρουσία της και στον ψηφιακό ορυμαγδό του φινάλε, να ενθουσιάσει το κοινό (στην προβολή της ταινίας το χειροκρότημα ακούστηκε αβίαστα). Επικουρικό, αλλά σημαντικό ρόλο στη συγκεκριμένη σκηνή είχε το επιθετικό, ανατολίτικων αποχρώσεων μουσικό θέμα που τις επιφύλαξαν ο Junkie XL («Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής») και o βετεράνος Χανς Ζίμερ.
Τελικά πόσο σημαντική είναι η αναμέτρηση Batman και Superman; Υποδεικνύοντας υπέρμετρη σοβαρότητα και εξαλείφοντας κάθε αίσθηση διασκέδασης ή ψήγματα χιούμορ (κάτι που έλειπε και στην τριλογία του Νόλαν), ο Σνάιντερ πουλάει στην ταινία το χαρτί της σοβαροφάνειας. Ακόμα και στο φινάλε εμπαίζει με μία ανατροπή- έκπληξη το κοινό. Μέσα σε 153 λεπτά καλύπτει τα δημιουργικά κενά του με επαναλαμβανόμενα μεσιανικά μοτίβα που ναι μεν συνοδεύουν τον χαρακτήρα του Superman εν τη γενέσει του, αλλά μετατρέπουν μέσα από οπτικούς και νοηματικούς παραλληλισμούς την ταινία σε ανέμπνευστο κήρυγμα.
Το κινηματογραφικό ρινγκ που έστησε αποδεικνύεται πως έχει χαλαρά σχοινιά και οι δυο εμβληματικοί ήρωες στέκονται στις γωνίες τους αμέτοχοι. Το θέμα είναι πως το «Batman v Superman: Η Αυγή της Δικαιοσύνης» υπό τη σκιά όχι τόσο των κουρασμένων «Εκδικητών», όσο του πιο φρέσκου «Deadpool», πάει για πρωταθλητισμό. Αν το στούντιο θέλει τη «Λεγεώνα της Δικαιοσύνης» να πετύχει, μία είναι η λύση. Αλλαγή προπονητή.