Bel Canto

Ο δρόμος της μετριότητας είναι στρωμένος με καλές προθέσεις, είναι όμως σταθερά κρίμα όταν κάποιες προθέσεις είναι ευγενείς μα σχεδόν όλες οι δημιουργικές επιλογές τις υπονομεύουν.

Elle 26 Σεπ. 18
Bel Canto

Μια μεγάλη ντάμα της όπερας (Μουρ), προσκαλείται από έναν Ιάπωνα βιομήχανο (Γουατανάμπε) για ένα ιδιωτικό ρεσιτάλ στην κατοικία του αντιπροέδρου της κυβερνήσεως μιας απροσδιόριστης λατινοαμερικάνικης χώρας. Εκεί εισβάλλουν αντάρτες (ή επαναστάτες, αν προτιμάς) που ζητούν την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων της, υποθέτουμε, στρατοκρατικής κυβερνήσεως. Ανάμεσα στους μεν και τους δε, θα αναπτυχθούν σχέσεις που υπερβαίνουν τους δοθέντες ρόλους, αποδεικνύοντας πως η τέχνη και η ανθρώπινη εγγύτητα μπορούν να μας φέρουν πιο κοντά, δίνοντας λύσεις που η πολιτική (βλέπε οικονομία) φροντίζει να μην μας είναι διαθέσιμες.

Άντε τώρα στις προθέσεις αυτές να βάλεις ένα αστεράκι.

Βασισμένο στο βιβλίο της Άν Πάτσετ, που με την σειρά του εμπνέεται από την Κρίση της Λίμα – μια αληθινή ιστορία ομήρων που έλαβε χώρα στο Περού στον χρόνο που προσδιορίζει και το έργο (1996) – το έργο του Πολ Γουάιτζ («About a Boy», «Grandma», «In A Good Company») ξεκινά με μια υπόσχεση. Από την αρχή, βέβαια, αισθάνεσαι πως κάτι δεν πάει καλά, όμως πρέπει να έρθει μια σκηνή, αρκετά νωρίς, στην οποία οι αντάρτες απαιτούν από την ντίβα της όπερας, να τραγουδήσει στο μπαλκόνι της κατοικίας με σκοπό ο στρατός και η κυβέρνηση απ’ έξω να καταλάβουν πως τι άραγε; Η τέχνη θα γαληνέψει τις αχρείες ψυχές τους; Πως θα σκοτώσουμε το «αηδόνι» και το κρίμα στο λαιμό σας; Πως εδώ μέσα περνάμε καλά και κανείς δεν διατρέχει κίνδυνο; Μα πρέπει να είναι ένα από τα χειρότερα σεναριακά ευρήματα που θυμάμαι, μετακινώντας βίαια το έργο σε μια κατάσταση αφασιακής ουτοπίας που όλα έχουν αποχρωματιστεί.

Καθόλου τυχαία, κι εντελώς προβλέψιμα, αφού με μια τέτοια σκηνή όλα επιτρέπονται, το πράγμα αρχίζει να παίρνει ατραπούς σαπουνόπερας, πάντοτε εξωραϊζόμενης από την ευγένεια του να πιστεύεις ειλικρινά στο ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας τα βρίσκουμε, «οι κακοί είναι απ’ έξω» και στο ότι η Τέχνη μπορεί να γεφυρώσει κάθε διαφορά. Οι ουτοπίες όμως οφείλουν ρομαντισμό, όχι αφέλεια.

Στην συνέχεια τα προβλήματα είναι και κατασκευαστικά. Οι ρόλοι είναι γραμμένοι και παιγμένοι με την πειθώ στο μίνιμουμ, ο Γουατανάμπε είναι επιβλητικός όσο χάρτινος κι ανεξήγητος, τα ειδύλλια βιαστικά και προβλέψιμα, οι όλο και πιο παράξενες καλοπεράσεις των ομήρων σε ταξιδεύουν στην…Στοκχόλμη αντί την Λατινική Αμερική, ο χρόνος (η πραγματική Κρίση της Λίμα κράτησε τέσσερεις μήνες) ελάχιστα απασχολεί την σκηνοθεσία κάνοντας το συναίσθημα του έργου αερόστατο, οπότε και φτάνουμε στο προοικονομημένο φινάλε (από την ντίβα στην, ανυποψίαστη, αρχή του έργου) που μπορεί να σε διασκεδάσει πολιτικάντικα (η άρχουσα τάξη και οι επαναστάτες μια χαρά τα βρίσκουν, η μπουρζουαζία τα φταίει όλα) αλλά περισσότερο να σε απογοητεύσει μ’ έναν τρόπο ακόμα αφού καθώς τονικά και χαρακτηρολογικά τίποτα δεν σε προετοίμασε, τίποτα δεν σε αφορά κιόλας. 

Οι ερμηνείες είναι επαρκείς (ναι, ακόμα κι ο Κριστόφ Λαμπέρ), όμως σύντομα το έργο θα είναι μια παρένθεση στις φιλμογραφίες όλων.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT