Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία θεατές, αυτούς που είχαν την ευκαιρία να δουν το «Blade Runner» του Ρίντλεϊ Σκοτ στην ώρα του και σε μεγάλη οθόνη, το δέος που προξενούσαν οι μεγαλεπήβολες εικονογραφήσεις του σκηνοθέτη για ένα ζοφερό και αρχιτεκτονικά αποστομωτικό μέλλον υπήρξε αρκετό για να τους στοιχειώσει. Βρισκόμασταν στο 1982, η πρόοδος των ειδικών εφέ δεν αρκούσε ακόμη ώστε να διευκολύνει τέτοια θεάματα κι όμως, τα φουτουριστικά οράματα του Σκοτ και ο πρωτοποριακός σχεδιασμός παραγωγής που είχε στη διάθεσή του υψώνονταν ως μεγαλειώδη τοτέμ μπροστά στα μάτια ενός κοινού το οποίο ποτέ μέχρι τότε δεν είχε αντικρίσει κάτι παρόμοιο στο σινεμά και ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει.
Υπήρχε και κάτι ακόμη, ωστόσο, στην ταινία εκείνη: μια μυστηριακή διάσταση απολύτως συγχρονισμένη με τα μεταφυσικά και τεχνολογικά άγχη της εποχής και μαζί μια ευλογημένη ελλειπτικότητα στις λέξεις και τις εικόνες που δημιουργούσε την πεποίθηση (και ταυτόχρονα τη σαγήνη) ότι στο αχανές μητροπολιτικό σύμπαν του Σκοτ, όσες φορές κι αν κοιτάξει κανείς δεν θα κατορθώσει να το δει στην ολοκληρία του, δεν θα μπορέσει ποτέ να το κάνει εντελώς δικό του. Όπως είχε πετύχει νωρίτερα στο «Alien» (1979), έτσι και στο «Blade Runner» ο Σκοτ αντιλαμβανόταν ότι για να αποπλανήσει πραγματικά τους θεατές του έπρεπε να τους αποκρύψει την πλήρη εικόνα, να τους αφήσει να μαντεύουν και να φαντασιώνονται. Στο «Alien» το εξωγήινο πλάσμα δεν μας αποκαλύφθηκε ποτέ στο απόλυτο σχήμα του, στο «Blade Runner» μόνο φευγαλέα μπορούσε κανείς να δει το μεταμορφωμένο Λος Άντζελες του 2019 ή να αντιληφθεί κάθε παράμετρο μιας αλληγορίας πάνω στην αναμέτρηση μεταξύ γήινων και ανθρωποειδών και το αίτημα για λίγη περισσότερη ζωή.
Στη δημιουργία του Ντενί Βιλνέβ («Sicario», «The Arrival»), ενός ικανότατου και προσαρμοστικού στις εκάστοτε περιστάσεις κινηματογραφιστή τον οποίο πολλοί έχουν βιαστεί να αναγορεύσουν επιπόλαια σε σύγχρονο auteur, βρίσκονται συγκεντρωμένα αρκετά από τα φορμαλιστικά συστατικά που εξασφάλισαν στην ταινία του Σκοτ τη διαχρονικότητα και τη δημοφιλία της. Υπάρχει επιπλέον ένας ξεκάθαρος σεβασμός απέναντι στο πρωτότυπο φιλμ, ο οποίος εκδηλώνεται μέσα από σαφείς αναφορές στο περιεχόμενό του και στην αισθητική που σκαρφίστηκε, πριν 35 χρόνια, ο Ρίντλεϊ Σκοτ.
Ακόμη και η βασική πλοκή του «2049», η οποία επιστρέφει τρεις δεκαετίες μετά στο ίδιο θεοσκότεινο και υγρό Λος Άντζελες, όχι μόνο αναμοχλεύει τις ίδιες υπαρξιακές ανησυχίες του πρώτου «Blade Runner», αλλά και αντιστρέφει το βασικό ερώτημα που σχετιζόταν με τη φύση του τότε ήρωα: αν ο Ρίντλεϊ Σκοτ άφηνε μια μικρή αμφιβολία για το αν ο Ντέκαρντ (Χάρισον Φορντ) ανήκε τελικά στη στρατιά των ανθρωποειδών, στο καινούργιο φιλμ ο Κ. (Ράιαν Γκόσλινγκ) βασανίζεται από την υποψία ότι μπορεί να μην είναι τελικά μια ρέπλικα αλλά ένας κανονικός άνθρωπος.
Από εκεί και πέρα, ωστόσο, τα πάντα μοιάζουν ασφυκτικά σχεδιασμένα και υπερβολικά φρόνιμα. Είναι τόσο περιποιημένα και καλογυαλισμένα ώστε απέχουν πολύ από τη βρώμικη ποίηση των εικόνων του Σκοτ. Αναβιώνουν τόσο σχολαστικά την οπτικοακουστική εμπειρία του πρώτου φιλμ, ώστε μοιάζουν άψυχα και χωρίς κάποια δική τους προϊστορία, έστω κι αν η φαντασμαγορική διεύθυνση φωτογραφίας του Ρότζερ Ντίκινς τα αναδεικνύει και τα αποθεώνει μέσα από εκθαμβωτικές παρελάσεις χρωμάτων και φώτων.
Το βασικό πρόβλημα με το αξιοπρεπές «2049» δεν είναι, εντούτοις, στυλιστικό. Φταίει που οι ελλείψεις και η σοφή οικονομία του πρωτότυπου απουσιάζουν. Το καινούργιο «Blade Runner» είναι μεγαλύτερο σε διάρκεια απ’ όσο του χρειαζόταν, παραμερίζει τις αμφισημίες της παλιάς ταινίας προς όφελος μιας πιο ξεκάθαρης και προβλέψιμης πλοκής, αισθάνεται σε σημεία την ανάγκη να υπεραναλύει όσα εκείνη προτιμούσε να υπονοήσει, περιέχει σύντομες αλλά αχρείαστες ενέσεις χολιγουντιανής δράσης και στηρίζεται επάνω σε ένα σενάριο το οποίο καμώνεται πως είναι πιο φιλοσοφημένο απ’ ότι στην πραγματικότητα. Ο Βιλνέβ κατορθώνει, παρ’ όλα αυτά, να τοποθετήσει στην οθόνη ένα εντυπωσιακό και απαστράπτον φιλμικό οικοδόμημα, προσεκτικό στο πώς χειρίζεται την προϋπάρχουσα μυθολογία του, αρκετά έξυπνο ώστε να μην καταλήξει σε ένα απλό αντίγραφο του παρελθόντος και με τον δικό του λόγο ύπαρξης, έτσι όπως εφευρίσκει τρόπους προκειμένου να εμπλουτίσει μια ήδη δεδομένη ιστορία.
Είναι δύσκολο να αποχωριστεί κανείς την ανάμνηση του πρώτου «Blade Runner», εντούτοις, όσο η καινούργια ταινία φροντίζει να το επικαλείται με κάθε ευκαιρία που της δίνεται. Είτε αναπαράγοντας ιδέες και σύμβολά του, είτε παραλλάσσοντας την πλοκή του, είτε επαναφέροντας βασικούς χαρακτήρες του, είτε βάζοντας τους Χανς Τσίμερ και Μπέντζαμιν Γουόλφις να μιμούνται ανέμπνευστα τις αριστουργηματικές μουσικές παρτιτούρες του Βαγγέλη Παπαθανασίου. Και είναι ακόμη πιο δύσκολο να αναμετρηθεί κάποιος με τη μοναδική ικανότητα που είχε ο Σκοτ να σε πείθει να επιστρέφεις ξανά και ξανά στην ταινία του, επειδή καμία φορά δεν έμοιαζε αρκετή. Το καινούργιο «Blade Runner» δεν σε καλεί να βυθιστείς επαναληπτικά μέσα του γιατί δεν έχει μυστήριο, δεν αφήνει ανοιχτά κεφάλαια και δεν αγαπά τις εκκρεμότητες. Η μαγεία του είναι επιφανειακή και η ισχύς του έχει ημερομηνία λήξης.