Στην Κούβα της δεκαετίας του 90, 2 ηλικιωμένοι αντιλαμβάνονται πως είναι περισσότερο βάρος για το κράτος τους και προσπαθούν να βρουν λύσεις σε καθημερινή βάση για την επιβίωσή τους. Στο ραδιόφωνο που έχουν στο σπίτι τους, ακούν – όταν δεν πέφτει το ρεύμα – πως η χώρα κάνει το παν για να κρατήσει τη δωρεάν υγεία και παιδεία για τους πολίτες τους, αλλά οι ίδιοι βάζουν την ιδεολογία στην άκρη γιατί πρέπει να σκεφτούν το φαγητό της ημέρας που θα τους κρατήσει ζωντανούς. Κάπου εκεί, πέφτει στα χέρια τους μια βιντεοκάμερα και η, γεμάτη μικροκαυγάδες, σχέση τους αλλάζει.
Θα μπορούσε να πει κάποιος πως υπάρχουν 2 ταινίες μέσα στη «Candelaria». Η πρώτη αφορά την πολιτική της θέση και τη ματιά ενός ξένου (ο σκηνοθέτης είναι Κολομβιανός) στην κυβέρνηση του Κάστρο που βλέπει το δέντρο και χάνει το δάσος, μιλώντας για την ανάγκη όλων να μη προδώσουν το σοσιαλιστικό όνειρο αλλά κάνει τα στραβά μάτια σε μια οικονομία που κινείται από τις παράνομες αγοραπωλησίες και κλοπές πάσης φύσεως αγαθών. Επιπρόσθετα εστιάζει σε 2 ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται για όσα συμβαίνουν στο νησί και βρίσκουν πρόσκαιρη χαρά όταν πέσει πάνω τους ένα καπιταλιστικό προϊόν (η κάμερα της Sony), στο οποίο και υποτάσσονται.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ταινία, που μετατρέπει την πρώτη σε μια σειρά από συμπληρωματικές λεπτομέρειες καθώς το μεγαλύτερο βάρος του σκηνοθέτη πέφτει στο πόσο εύκολο είναι να ξανανάψει η φλόγα μιας σχέσης έστω και αν οι βάσεις της ξεχάστηκαν κάπου στον χρόνο. Το «Candelaria» πρωτίστως υμνεί τους 2 ήρωές του στην προσπάθεια τους να θυμηθούν πως κάποτε υπήρξαν ζευγάρι και, με το εύρημα της κάμερας, τραγουδούν, χορεύουν, κάνουν (ευγενικά) έρωτα ως μέρος μιας σειράς μικρών ζαβολιών που θεωρούν πως δικαιούνται. Μαζί, κλείνουν τις πόρτες σε εχθρούς και φίλους της όποιας κυβέρνησης, ζώντας για λίγο σε έναν κόσμο που ο χώρος και ο χρόνος έχουν μικρή σημασία.
Με την εικόνα των πρωταγωνιστών να τραγουδούν και τη σιγουριά των βλεμμάτων τους πως μέσα τους παραμένουν αγέραστοι, αυτή η γλυκιά, έστω και αφελής σε πολλά σημεία, ταινία εστιάζει στα συναισθήματα και όχι στη ζοφερή πραγματικότητα και με όχημα τη μουσική και αυτή τη σατανική κάμερα δίνει τη δική της εικόνα για την Αβάνα.