Χαίρε Καίσαρ!

Με ξένοιαστη διάθεση, οι αδελφοί Κοέν επιστρέφουν στη χρυσή εποχή του Χόλιγουντ και σκαρφίζονται μια (υπερβολικά) ανάλαφρη και σποραδικά διασκεδαστική, αλλά δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη κωμωδία.

Elle 10 Φεβ. 16
Χαίρε Καίσαρ!

Με την καινούργια τους κωμωδία οι Τζόελ και Ίθαν Κοέν πραγματοποιούν ένα παιχνιδιάρικο επισκεπτήριο σε θεματικές παλιότερων ταινιών τους. Στο «Χαίρε, Καίσαρ!» συναντάμε και πάλι τη σαρδόνια χολιγουντιανή σάτιρα του «Μπάρτον Φινκ», τα απρόβλεπτα σενάρια απαγωγής του «Φάργκο», του «Αριζόνα Τζούνιορ» και του «Μεγάλου Λεμπόφσκι», τον σκαμπρόζικο τόνο του «Κύριου Χούλα Χουπ» και τον ευρύτερο μεταφυσικό στοχασμό του «Ένας Σοβαρός Άνθρωπος» ή του «Inside Llewyn Davis» πάνω στη μάταιη αναζήτηση λίγης στοιχειώδους αλήθειας και κάποιας καθησυχαστικής λογικής σε έναν σταθερά παράλογο και αβέβαιο κόσμο.

Στο ενδιάμεσο των παραπάνω (αυτο) αναφορών, οι Κοέν προσπαθούν να χωρέσουν μια σινεφιλική φάρσα του τραγελαφικού παρασκηνίου πάνω στο οποίο είναι χτισμένη η ακαταμάχητη βιομηχανία των κινηματογραφικών ονείρων και ταυτόχρονα να ανακατέψουν για μια ακόμη φορά τα χαρτιά μιας ανθρώπινης τράπουλας γεμισμένης με φιγούρες ανόητες και γνωστικές.

Πρωταγωνιστής τους σε αυτό το φιλμ είναι ο Έντι Μάνιξ, υπαρκτό και άκρως αμφιλεγόμενο πρόσωπο της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, ο οποίος παρουσιάζεται εδώ ως ένας συμπαθής και καλοπροαίρετος παράγοντας μεγάλου στούντιο των αρχών του 1950 που εργάζεται πυρετωδώς προκειμένου να ρυθμίζει και να συγκαλύπτει εγκαίρως όσα εσωτερικά σκάνδαλα και ατασθαλίες προκύπτουν.

Γεμάτο ψυχαγωγικές υποσχέσεις που εκπληρώνονται μόνο εν μέρει, σατιρικά βέλη που εξαφανίζονται πριν βρουν τον στόχο τους και ένα μαγνητικό επιτελείο ηθοποιών που δεν αξιοποιείται όπως του άξιζε

Σε διάστημα λίγων μόλις ημερών, ο Μάνιξ (ένας άψογος Τζος Μπρόλιν) καλείται να αντιμετωπίσει την αθέλητη εγκυμοσύνη μιας δημοφιλούς σεξοβόμβας (Σκάρλετ Γιόχανσον), την ερμηνευτική ανεπάρκεια ενός νεαρού ζεν πρεμιέ (ο φωτογενής και ταλαντούχος Όλντεν Έρενραϊχ που πρωτογνωρίσαμε στο «Tetro» του Κόπολα), την δικαιολογημένη απόγνωση του βετεράνου σκηνοθέτη που αναλαμβάνει να τον καθοδηγήσει στα πλατό της φιντετσάτης κομεντί που ετοιμάζει (ένας Ρέιφ Φάινς στον οποίο ανήκει η πιο ξεκαρδιστική σκηνή του φιλμ), την αδιακρισία δυο δίδυμων αδερφών που τρομοκρατούν καθημερινά την κινηματογραφική κοινότητα μέσω των ανταγωνιστικών κουτσομπολίστικων άρθρων τους (τις υποδύεται μια απολαυστική Τίλντα Σουίντον) και, κυρίως, την απαγωγή του μεγαλύτερου αστέρα όλης της εταιρείας (Τζορτζ Κλούνεϊ) από μια ομάδα κομμουνιστών σεναριογράφων με εκλεκτό καλεσμένο τον ίδιο τον Χέρμπερτ Μαρκούζε και ορμητήριο τους μια εκθαμβωτική παραθαλάσσια βίλα στο Μαλιμπού!

Αιχμάλωτος σε ένα κυκεώνα υποχρεώσεων που χρήζουν επείγουσας λύσης, ο Μάνιξ προσπαθεί να βάλει σε τάξη το θορυβώδες αυτό χάος και ταυτόχρονα παλεύει, ως ευσυνείδητος Καθολικός που είναι, με τους δικούς του υπαρξιακούς κλυδωνισμούς, τους οποίους νομίζει ότι εξορκίζει με το να επισκέπτεται κάθε λίγο και λιγάκι το εξομολογητήριο της ενορίας του (προς μεγάλη ενόχληση του ιερέα που αναλαμβάνει κάθε φορά να τον ακούσει).

Αυτός είναι ο πληθωρικός σεναριακός ιστός που πλέκουν οι Κοέν γύρω από έναν στωικό ήρωα ο οποίος προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του την ίδια ώρα που γυρεύει εναγωνίως μια υποψία επιφοίτησης. Κι ενώ εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι βρισκόμαστε σε μια από τις πιο πλούσιες σε συμβάντα, άρα και πλέον υποσχόμενες αφηγηματικά δημιουργίες των δυο αδελφιών, καθώς η ταινία ολοκληρώνει γεμάτη αυτοπεποίθηση την πρώτη της ώρα αρχίζουν να φανερώνονται οι αδυναμίες της.

Ελάχιστα πράγματα λειτουργούν σε κωμικό επίπεδο για το «Χαίρε, Καίσαρ!», ίσως επειδή φαίνεται ότι έχουν γραφτεί και «χτενιστεί» τόσες φορές ώστε κατέληξαν να χάσουν τον αυθορμητισμό και τους χιουμοριστικούς χυμούς τους. Η σάτιρα μοιάζει κοινότοπη και αναιμική, τα αστεία-αν και υπογραμμισμένα, θαρρείς, από την πένα του σεναρίου- μόνο φευγαλέα χαμόγελα κατορθώνουν να ληστέψουν, ενώ φαινομενικά σπαρταριστές σκηνές (όπως η συνέλευση με τους συνοφρυωμένους εκπροσώπους όλων των θρησκειών ή η συνάντηση του βαθιά νυχτωμένου αστέρα με τους κομμουνιστές απαγωγείς του) προσγειώνονται ανέμπνευστες στην οθόνη.

Προοδευτικά η ταινία μοιάζει να χάνει το ενδιαφέρον της ως προς την ίδια της την ιστορία, οδηγώντας τη βασική ίντριγκα της απαγωγής σε μια απογοητευτική κατάληξη, αφήνοντας μετέωρες ή ατελείς τις υπόλοιπες υποπλοκές και προσπερνώντας μάλλον αδιάφορα το ενδεχόμενο μιας ικανοποιητικής κορύφωσης για το φινάλε.

Το φιλμ παραμένει, παρ' όλα αυτά, ένα χάρμα οφθαλμών χάρη στην απαστράπτουσα φωτογραφία του Ρότζερ Ντίκινς, την ευρηματική καλλιτεχνική διεύθυνση που προσπαθεί όχι μόνο να αναβιώσει μια ολόκληρη εποχή χαμένη στο χρόνο αλλά και να ζωντανέψει διαφορετικών ειδών και αισθητικής κινηματογραφικά ντεκόρ (από γουέστερν και μιούζικαλ μέχρι θρησκευτικά έπη) και, βέβαια, την αδιαπραγμάτευτη σκηνοθετική μαεστρία των Κοέν οι οποίοι, εκτός του ότι φέρνουν λαμπρά εις πέρας δυο ζηλευτά μουσικοχορευτικά νούμερα (με αποκορύφωμα την αλά Έστερ Γουίλιαμς υδάτινη εμφάνιση της Σκάρλετ Γιόχανσον), προσφέρουν πολλαπλάσιους λόγους για να απασχολείται το βλέμμα όσο ο σεναριακός σκελετός τρίζει.

Η ταινία αποδεικνύει σαφέστατα, παρ’ όλα αυτά, ότι όσο κι αν παραμένουν θεσπέσιοι είρωνες, οι Κοέν δεν είναι εξίσου επιδέξιοι με την καθαρόαιμη κωμωδία. Έχουν αποδείξει και στο παρελθόν, άλλωστε, ότι οι πιο άβολοι σταθμοί στη μέχρι τώρα φιλμογραφία τους (από το «Αβάσταχτη Γοητεία» και τον «Κύριο Χούλα Χουπ» μέχρι τη «Συμμορία των Πέντε» και το «Καυτό Απόρρητο») προέκυψαν από το άτσαλο φλερτ τους με το ευρύ χιούμορ.

Γεμάτο ψυχαγωγικές υποσχέσεις που εκπληρώνονται μόνο εν μέρει, σατιρικά βέλη που εξαφανίζονται πριν βρουν τον στόχο τους και ένα μαγνητικό επιτελείο ηθοποιών που δεν αξιοποιείται όπως του άξιζε, το πολύχρωμο και φαντασμαγορικό «Χαίρε, Καίσαρ!» μοιάζει με συρραφή σημειώσεων και ιδεών για ταινίες πολύ καλύτερες και πολύ πιο διασκεδαστικές από το ίδιο. Το περιμένει μια θέση στο ράφι με τις αξιοπρεπείς και οπωσδήποτε ευγενείς αποτυχίες.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT