Κατά την διάρκεια ενός άγριου τσακωμού και καθώς η σχέση τους οδεύει με μαθηματική ακρίβεια στο τέλος, ο Μπόρις και η Ζένια συγκρούονται για το ποιος θα αναλάβει την κηδεμονία του Αλιόσα, του δωδεκάχρονου γιου τους. Μόνο που εδώ, η ουσία της αντιπαράθεσης έγκειται στο γεγονός ότι κανένας από τους δύο δεν επιθυμεί να αναλάβει την επιμέλεια του παιδιού, με αποτέλεσμα να σκαρφίζονται κάθε πιθανή δικαιολογία για να το ξεφορτωθούν. Εξάλλου, οι δυο τους έχουν ήδη αλλάξει σελίδα και έχουν προχωρήσει στις επόμενες σχέσεις τους. Η Ζένια είναι αποφασισμένη να συνεχίσει την ζωή της με τον εύπορο και λίγο μεγαλύτερό της Άντον ενώ ο Μπόρις συγκατοικεί ήδη με την Μάσα, μια νεαρή σε προχωρημένη εγκυμοσύνη η οποία αγνοεί ότι ο σύντροφός της έχει ήδη ένα παιδί από τον πρώτο του γάμο. Κρυμμένος σε μια γωνία του σπιτιού -στο μακράν πιο σπαραχτικό μονοπλάνο της ταινίας- ο Αλιόσα ακούει σοκαρισμένος τους γονείς του να δηλώνουν ευθαρσώς την αποστροφή τους προς το πρόσωπό του και πνιγμένος στα δάκρυα αποφασίζει να φύγει από το σπίτι. Χρειάζεται να περάσει μία ολόκληρη μέρα για να αντιληφθούν οι γονείς ότι ο μοναχογιός τους αγνοείται και να ειδοποιήσουν τις αρχές ώστε να ξεκινήσει η επιχείρηση ανεύρεσής του.
Τρία χρόνια μετά το Βραβείο Σεναρίου που απέσπασε με το «Λεβιάθαν», o Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ έφυγε από το πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών με το Βραβείο της Επιτροπής στις αποσκευές του, έχοντας προλάβει να βυθίσει την ηλιόλουστη Κρουαζέτ στην καταχνιά της τραγικής και αδιέξοδης ιστορίας την οποία ακολουθεί με το «Χωρίς Αγάπη». Στην πέμπτη κατά σειρά σκηνοθετική του απόπειρα, ο Ρώσος δημιουργός στέκεται πιο αμείλικτος από ποτέ απέναντι στους χαρακτήρες του. Αφουγκράζεται τις ενδελεχείς συζητήσεις τους και φανερώνει τις πιο απόκρυφες σκέψεις τους, ξεγυμνώνοντας συνεχώς τις παθογένειες που διάβρωσαν τις σχέσεις τους. Επικεντρώνεται με τόση προσήλωση στις προσωπικές τους εμμονές που όταν τελικά ο μικρός Αλιόσα εξαφανίζεται, ακόμα και ο θεατής φαντάζει πιθανό να έχει ξεχάσει την ύπαρξη του νεαρού αγοριού. Έτσι, αυτό που ξεκινάει ως ένα μπεργκμανικής υφής οικογενειακό δράμα με καλογραμμένους διαλόγους και στιβαρές ερμηνείες μετατρέπεται σταδιακά σε ένα βραδυφλεγές θρίλερ μυστηρίου το οποίο διαθέτει έναν εσωτερικό ρυθμό ικανό να καθηλώσει.
Ο τρόπος που ο Ζβιάγκιντσεφ και ο μόνιμος συνεργάτης τους στην διεύθυνση φωτογραφίας Μίκαηλ Κρίχμαν εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και εξερευνούν τα μονοπάτια της οπτικής αφήγησης είναι πραγματικά για σεμινάριο. Από το ευρηματικό ντεκουπάζ μέχρι τα αψεγάδιαστα κάδρα και την αργόσυρτη κίνηση της κάμερας, η εικόνα έχει ρόλο πρωταγωνιστή και είναι εκείνη που κατευθύνει την δραματουργία και δημιουργεί την πνιγερή ατμόσφαιρα που αρμόζει σε μια τόσο θλιβερή ιστορία. Κάπου στο ενδιάμεσο και κατά την προσφιλή του συνήθεια, ο Ρώσος σκηνοθέτης εξαπολύει τα βέλη του προς το διεφθαρμένο Ρωσικό κράτος και την εκστρατεία παραπληροφόρησης που διεξήγαγε στο πλαίσιο του πολέμου με την Ουκρανία, χωρίς όμως αυτή την φορά να ενσωματώνει τα πολιτικά του σχόλια με την ίδια αρμονία που το είχε καταφέρει στις προηγούμενες δουλειές του.
Παρόλα αυτά, στο παγωμένο κόσμο της νέας του ταινίας δεν χωράνε παρερμηνείες και η απόπειρα εντοπισμού της αγάπης αποτυγχάνει, επιβεβαιώνοντας μοιραία τον τίτλο. Μια αποτυχία όμως που είναι συνειδητή και βρίσκεται εκεί μόνο για να υπογραμμίσει για μια ακόμη φορά στην φιλμογραφία του Ζβιάγκιντσεφ, την απογοήτευση του ιδίου για την χώρα του αλλά κυρίως για τους ανθρώπους της.