Όσο κι αν μοιάζει εκμεταλλευτικό σε στιγμές, όσο κι αν είναι έκδηλη η προσκόλληση των στούντιο σε προβλεπόμενες και άτολμες μεθόδους προώθησης της πλοκής, όσο κι αν τελικά δεν μπορεί να αποφύγει το κοινωνικά ορθό ηθικό δίδαγμα, το άγαρμπο ζώο sidekick, το αυστηρά πλατωνικό ρομάντζο ή τη μπουρλέσκ φρενήρη καταδίωξη, είναι πολύ δύσκολο να μην αναγνωρίσεις ότι το «Coco», ήτοι η τελευταία σύμπραξη της Πίξαρ και της Ντίσνεϊ, κλείνει μέσα του έναν πλούσιο συναισθηματικό κόσμο γεμάτο βαθείς υπαρξιακούς προβληματισμούς, τους οποίους εξωτερικεύει μέσω του γνωστού, καλογυαλισμένου feel-good πακέτου του.
Η ιστορία ακολουθεί το νεαρό Μεξικάνο Μιγκέλ (το voice-acting ανήκει στον εξαιρετικό πρωτοεμφανιζόμενο Άντονι Γκονζάλες) και το κρυφό του όνειρο να γίνει μουσικός, κάτι που στη μητριαρχική παραδοσιακή οικογένειά υποδηματοποιών από την οποία προέρχεται -για λόγους που αποκαλύπτονται μέσω του ελαφρώς εξαντλητικού exposition της πρώτης πράξης- φαντάζει από απαγορευμένο έως εγκληματικό. Καθώς φτάνει η Ημέρα των Νεκρών, μαζί και η μεγάλη λαϊκή γιορτή απότισης φόρου τιμής στους πεθαμένους προγόνους, ο Μιγκέλ βρίσκεται μέσω μιας απρόβλεπτης συγκυρίας ακούσια παγιδευμένος στην «απέναντι όχθη», εκεί όπου μαζί με τη βοήθεια του γκαφατζίδικου και περιθωριακού φαντάσματος Έκτορ (ναι, και οι νεκροί χωρίζονται σε κοινωνικές τάξεις!) θα ξεκινήσει ένα ταξίδι ενηλικίωσης, αυτοπραγμάτωσης, υπεράσπισης των επιθυμιών και εξιχνίασης παλιών οικογενειακών μυστικών. Η καρδία του φιλμ, ωστόσο, χτυπά τρυφερά μέσα στην Κόκο, την υπέργηρη προγιαγιά του μικρού Μιγκέλ, στης οποίας το μακρινό παρελθόν κρύβεται η οδυνηρή εκείνη διάσταση που αποτυπώνει την τεράστια επίδραση που αποκτούν όσοι πεθαίνουν στη μνήμη αυτών που μένουν πίσω, που μένουν ζωντανοί.
…μια ανέλπιστα οξυδερκής εξέταση της σημαντικότητας του θρήνου, κεντημένη από χρωματιστές κλωστές πάνω σε έναν τραχύ, αλλά γεμάτο μελαγχολικές παιδικές αναμνήσεις, υφασμάτινο καμβά.
Καταφέρνοντας μια αναζωογονητική επιστροφή στη φόρμα του κλασικού animation, το «Coco» σκιαγραφεί τον κόσμο των νεκρών -με οξυδέρκεια και ευρηματικότητα που είχαμε να δούμε καιρό από τα στούντιο- ως ένα πολύβουο και λαμπερό λαϊκό πανηγύρι γεμάτο μουσική, χαριτωμένους, κωμικούς σκελετούς και πολύχρωμα ιπτάμενα πλάσματα-πνευματικούς οδηγούς των πεθαμένων (βασισμένα σε γλυπτά παραδοσιακής μεξικάνικης τέχνης), ο οποίος μοιάζει να χρωστά την ύπαρξή του στους ζωντανούς που τιμούν και κρατούν άσβεστη τη μνήμη των αγαπημένων τους. Αποκορύφωμα συνιστά η μεγάλη «Ημέρα των Προγόνων» όπως μεταφράζεται στα ελληνικά, όπου οι έλεγχοι στα σύνορα χαλαρώνουν (το ουράνιο τελωνείο στο τέλος της λουλουδιασμένης γέφυρας που συνδέει τους δύο κόσμους, φέρνει αναπότρεπτα πολιτικούς συνειρμούς) επιτρέποντας στους «εκλιπόντες» να περιπλανηθούν για λίγο ελεύθεροι στην πλευρά των ζωντανών.
«Δεν είναι ανάγκη πάντοτε να συγχωρούμε, οφείλουμε όμως να μην λησμονούμε» λέει κάποια στιγμή η δυναμική προ-προγιαγιά του Μιγκέλ, εντοπίζοντας τον θεματικό πυρήνα ενός φιλμ που, παρότι φλερτάρει σε στιγμές με μια καταναγκαστική διάσταση της πολιτιστικής παράδοσης η οποία κοιτά μέσα από το ελαφρώς ενοχικό της πρίσμα την έννοια μιας σχεδόν επιβεβλημένης ένδειξης σεβασμού προς το παρελθόν και τις ρίζες του καθενός (η ύπαρξη των νεκρών καταρρέει όταν λησμονηθούν από τους ζωντανούς), αποδεικνύει, αντικρίζοντας την ουσία του, ότι τελικά καταφέρνει να αντιμετωπίσει με τόλμη το ζήτημα του θανάτου, αναρωτώμενο ταυτόχρονα με ποιον τρόπο οι προσωπικές μας φιλοδοξίες θα μπορούσαν να συνυπάρχουν με τη στοργή και τη συναισθηματική μας δέσμευση απέναντι σε αυτούς που αγαπάμε.
Προφανώς, όλα αυτά παρουσιάζονται προστατευμένα από πιο σκοτεινές και «ενήλικες» αποχρώσεις και πλαισιωμένα από τα καθιερωμένα οσκαρικά μουσικά χιτ, μεγάλες δόσεις φυλετικής διαφορετικότητας (αναπόσπαστο κομμάτι της ατζέντας των στούντιο τελευταία), ψηγμάτων λαϊκής θυμοσοφίας και βέβαια ενός τεράστιας συγκινησιακής πρόσκρουσης φινάλε που σπάει κόκαλα, επιβεβαιώνοντας στο έπακρο τις κινηματογραφικές καταβολές του. Εξαιρώντας λοιπόν (αν και δύσκολα) όλα εκείνα τα στοιχεία που οδηγούν σε οικεία μοτίβα, τετριμμένα νοήματα και συμβιβασμένη εμπορευσιμότητα, αυτό που μοιάζει να μένει στο τέλος είναι μια ανέλπιστα οξυδερκής εξέταση της σημαντικότητας του θρήνου, κεντημένη από χρωματιστές κλωστές πάνω σε έναν τραχύ, αλλά γεμάτο μελαγχολικές παιδικές αναμνήσεις, υφασμάτινο καμβά.