Σκεφτείτε το φαινόμενο της πεταλούδας (το φαινόμενο, όχι την ταινία), υποθέτοντας όμως πως είστε σε θέση να βρείτε πώς ακριβώς το φτερούγισμά της προκαλεί την περίφημη καταιγίδα. Υποθέστε τώρα πως η κάθε σας κίνηση ακολουθείται πιστά – για κάποιο άγνωστο λόγο – από ένα τέρας τύπου Γκοτζίλα στην άλλη άκρη της γης. Προσπαθήστε επίσης να φανταστείτε πώς θα έμοιαζε μια sci-fi αλληγορία σε συσκευασία ασιατικού monster movie πάνω στην κατάχρηση του αλκοόλ, το οποίο είναι ικανό να βγάλει το χειρότερο εαυτό μας, καθιστώντας μας «τέρατα» για τους γύρω μας. Και για το τέλος, προσπαθήστε να προσθέσετε ως πλαίσιο των παραπάνω μια ιστορία επιστροφής στη γενέτειρα, κατά την οποία η προβληματική ηρωίδα έχει ευκαιρία για restart. Όλα αυτά, στο περίπου και με ιδιαίτερη επιφύλαξη, συνοψίζουν την τρικυμία εν κρανίω που λέγεται «Colossal», η οποία περιέργως πώς μας έρχεται με θερμές κριτικές απ’ το εξωτερικό.
Περισσότερο νόημα θα έβγαζε αν στο τέλος του «Colossal» έβγαινε η προτροπή «απολαύστε υπεύθυνα»
Το ασυνάρτητο κόνσεπτ σε σκηνοθεσία του Ισπανού Νάτσο Βιγκαλόντο, επικεντρώνεται στη Γκλόρια (Αν Χάθαγουεϊ), μια αλκοολική συγγραφέα σε τέλμα που αφήνει τη Νέα Υόρκη για την κωμόπολη όπου μεγάλωσε. Εκεί σμίγει ξανά με τον παιδικό της φίλο (Τζέισον Σουντέικις), ο οποίος τη βοηθά προσφέροντας δουλειά στο μπαρ του, όμως κάθε φορά που η Γκλόρια πίνει, οι θολωμένες απ’ τα ξύδια κινήσεις της μοιάζουν πανομοιότυπες με ένα τέρας που εμφανίζεται μυστηριωδώς στη Σεούλ, σκορπίζοντας θάνατο και τρόμο. Καθώς συνειδητοποιεί τις «απομακρυσμένες» συνέπειες των πράξεών της, η Γκλόρια καλείται να τα βάλει με νέους και παλιούς, καλά κρυμμένους δαίμονες.
Περισσότερο νόημα θα έβγαζε αν στο τέλος του «Colossal» έβγαινε η προτροπή «απολαύστε υπεύθυνα» που συνοδεύει διαφημίσεις ποτών. Γιατί πέρα από ένα κινηματογραφικών διαστάσεων σποτάκι ευαισθητοποίησης ενάντια στον αλκοολισμό, μας είναι αδύνατο να ακολουθήσουμε την αφασία των δημιουργών του ή να βγάλουμε άκρη με τις αρχικές προθέσεις τους. Ακόμα όμως κι αν προσπαθήσουμε να κουμπώσουμε το περί αλκοολισμού κόνσεπτ με αυτό που προκύπτει να είναι ένα εμβόλιμο στόρι γυναικείας αντεπίθεσης απέναντι στην ανδρική βία, βλέποντας κάποια στιγμή τη Χάθαγουεϊ και το «άβαταρ» της να ορθώνουν ανάστημα απέναντι στο νταϊλίκι, το μόνο που μένει τελικά απ’ αυτό είναι ένα φτηνό άλλοθι, μπας και κορυφωθεί η δράση στο φινάλε, πατώντας μιμητικά στη λογική των «Γκοτζίλα» όπου δυο τέρατα μαλώνουν.
Στο μεταξύ φυσικά, κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να δικαιολογήσει στοιχειωδώς τι παίζει με την Χάθαγουεϊ και το τέρας της, όσα Αποκαλυπτικά συμβαίνουν στη Σεούλ δεν αφορούν πραγματικά κανέναν (ιδίως τους δημιουργούς του «Colossal») σε ένα απ’ τα πιο χοντρόπετσα american-lives-matter που μας έχει κεράσει το Χόλιγουντ, η μεταστροφή του χαρακτήρα του Σουντέικις είναι απ’ τ’ άγραφα και γενικά όλο το εγχείρημα αποδεικνύεται ενοχλητικά χαώδες, όσο κι αν προσπαθήσει κανείς να του δανείσει υπόσταση ψάχνοντας αντιστοιχίες με ξεχασμένα στο χρόνο, κουφά ασιατικά monster movies. Επιπλέον, όσο κι αν η Χάθαγουεϊ παραμένει σε θέση να αντιπαρέρχεται το ζαχαρένιο παρουσιαστικό της δίνοντας υποτυπώδη έστω υπόσταση ακόμα και σε θεαματικά κακογραμμένους χαρακτήρες, ο Σουντέικις εξακολουθεί να μη δικαιολογεί πουθενά γιατί του δίνονται ευκαιρίες να παριστάνει τον ηθοποιό, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι είναι ανυπόστατοι σε βαθμό γελοιοποίησης, με πρώτο και χειρότερο αυτόν που υποδύεται ο Όστιν Στόουελ.
Το χειρότερο όμως με το «Colossal» είναι το πόσο πλήττει ένα πάγιο αίτημα προς το Χόλιγουντ να επενδύσει ξανά σε πρωτότυπα σενάρια, σε μια εποχή όπου διάφορα υπερτροφικά κινηματογραφικά σύμπαντα, sequel και reboot αποτελούν τις μόνες ασφαλείς επιλογές για να φέρουν χρήμα στα ταμεία. Αν το «Colossal» αντιπροσωπεύει με οποιοδήποτε τρόπο την πρωτοτυπία, δε θέλουμε να ξέρουμε τι άλλο μας επιφυλάσσει η παρατεταμένη ένδεια σε φρέσκες ιδέες.