«Σαν γάτος στον αυτοκινητόδρομο». Μια έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως στις φτωχότερες συνοικίες της ιταλικής πρωτεύουσας για να δηλώσει κάτι που εξ αρχής δεν έχει καθόλου μέλλον. Μια τέτοια κατάσταση μοιάζει να είναι και η σχέση δύο ανήλικων παιδιών, της Ανιέζε και του Αλέσιο.
Η μεν είναι κόρη του Τζιοβάνι, ενός κουλτουριάρη τεχνοκράτη (Αντόνιο Αλμπανέζε), ο οποίος -χωρίς να αντιλαμβάνεσαι σχεδόν ποτέ τι δουλειά κάνει ακριβώς- αναζητά κονδύλια από την ευρωπαϊκή ένωση για να τα διοχετεύσει σε ζητήματα κοινωνικής ένταξης των χαμηλότερων ταξικών στρωμάτων. Ο δε, είναι γιος της Μόνικα, μιας δυναμικής και μπριόζας πρώην υπαλλήλου σουπερ μάρκετ (Πάολα Κορτελέζι) που ζει μαζί με το παιδί της και τις δίδυμες αδερφές της -ο σύζυγος βρίσκεται σε «διακοπές» στην τοπική φυλακή- ίσως στην πιο κακόφημη συνοικία των προαστίων της Ρώμης, το Μπαστότζι. Όπως είναι προφανές, οι δύο γονείς θα έρθουν αντιμέτωποι, στην κοινή τους προσπάθεια να χωρίσουν τους ερωτευμένους εφήβους, ανακαλύπτοντας παράλληλα πώς η αλληλοκατανόηση και ο σεβασμός μπορούν να τους βοηθήσουν να ξεπεράσουν τις προλήψεις και να υπερνικήσουν τα στερεότυπα.
Προσπαθώντας αφενός να θέλξει το κοινό της χώρας του, αλλά και αφετέρου να μεταβιβάσει ένα πιο οικουμενικό μήνυμα γύρω από την ανάγκη της πολυπολιτισμικότητας, ο Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος Ρικάρντο Μιλάνι στήνει μια κωμωδία σύγκρουσης δύο διαφορετικών κόσμων που εκδηλώνεται κυρίως μέσω της ανεπιτήδευτης χημείας του πρωταγωνιστικού ζευγαριού (υποψήφιοι και οι δύο για «David di Donatello», το πιο σημαντικό εθνικό κινηματογραφικό βραβείο της γείτονας χώρας), με τους Κορτελέζι και Αλμπανέζε να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να προσδώσουν κάποιου είδους προβληματισμό μέσα στη γενικότερη ανάλαφρη διάθεση της ταινίας.
Πέρα όμως από την ξεκάθαρα τηλεοπτική αισθητική του, το δημιούργημα του Μιλάνι παραφουσκώνει τόσο πολύ τα χαρακτηριστικά των δύο ηρώων του έτσι ώστε στο τέλος, από εκπρόσωποι δύο διαφορετικών κοινωνικών πραγματικοτήτων, οι χαρακτήρες μετατρέπονται τελικά σε κακοσχεδιασμένες καρικατούρες προκειμένου να εκμαιεύσουν κωμικότητα, η οποία παρεμπιπτόντως εμφανίζεται ελάχιστα. Η διόγκωση των στερεοτύπων φτάνει δε σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος, το φιλμ αφήνει μια περίεργη αίσθηση συντηρητισμού, καταγράφοντας το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα από αυτό που επιθυμεί.
Αφού εξαντληθεί σε επαναλαμβανόμενα επεισόδια που προκαλούν περισσότερο αμηχανία παρά γέλιο (οι σκηνές της εκδρομής από τη «λαϊκή» στη «μπουρζουά» παραλία αποδεικνύουν ξεκάθαρα τη σεναριακή ανεπάρκεια), ο Μιλάνι αποφασίζει να σοβαρευτεί απότομα προς το φινάλε, εισάγοντας δύο νέους χαρακτήρες (τους αντίστοιχους συζύγους των δύο πρωταγωνιστών) οι οποίοι δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να οδηγούν την ταινία σε μια προβλέψιμη και βεβιασμένα αισιόδοξη κατακλείδα γεμάτη κοινότοπους εμπνευστικούς μονολόγους και ρηχούς διδακτισμούς γύρω από την πολιτισμική ποικιλομορφία και κοινωνική αφομοίωση.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι τα ευδιάκριτα ταξικά στρώματα συνεχίζουν να παραμένουν οριοθετημένα και ξεκάθαρα έως το τέλος, καθώς τα όνειρα και οι επιθυμίες των χαρακτήρων προσαρμόζονται βολικά σε αυτά, δίχως να επιχειρείται σχεδόν ποτέ η υπέρβαση. Αλμπανέζε και Κορτελέζι μοιάζουν περιχαρακωμένοι -από τα κλισέ και τις υπερβολές που τους επιβάλλουν οι ρόλοι τους- στον δικό τους μικρόκοσμο, ο οποίος σχεδόν ποτέ δεν φαντάζει ανοιχτός προς αποδοχή και ουσιαστική κατανόηση του διαφορετικού. Κατά συνέπεια, οι στιγμές της έντασης (όπως αυτή του ξεσπάσματος του Τζιοβάνι στο αποτυχημένο γεύμα στο σπίτι της Μόνικα) μοιάζουν περισσότερο ειλικρινείς και αποτελεσματικές από αυτές της συμφιλίωσης.
Παρά λοιπόν τη φιλότιμη προσπάθεια των πρωταγωνιστών της, η ταινία συνιστά μια ακόμη ανέμπνευστη ιταλική κομεντί της σειράς που αποδεικνύει, με την έξοδό της στις αίθουσες, τη γενικότερη κινηματογραφική λειψυδρία που επικρατεί στην ελληνική διανομή φέτος το καλοκαίρι. Μια λειψυδρία που απ’ ότι φαίνεται διήρκεσε πολύ περισσότερο από έναν γάτο στον αυτοκινητόδρομο.