Ο Ιλάι Ροθ των «Cabin Fever» και «Hostel» αναλαμβάνει να αναβιώσει το «Death Wish», ένα franchise που ξεκίνησε το ‘74 και κράτησε 20 χρόνια, έκανε όνομα τον Τσαρλς Μπρόνσον, αγαπήθηκε από το κοινό αλλά δέχτηκε τα σκληρά βέλη της κριτικής ως ένα θέαμα που υμνεί την πρακτική της αυτοδικίας. Αναμενόμενα λοιπόν, στην Αμερική του Τραμπ, των συνεχών mass shootings και της ανθεκτικότατης ακόμα κουλτούρας της οπλοκατοχής, το επαναλανσάρισμα του «Death Wish» μοιάζει για τους λεγόμενους liberals κόκκινο πανί. Προφανώς, ο Ροθ που ως λάτρης του exploitation ψοφάει να γυρίζει βίαιες σκηνές, δείχνει για την MGM ικανός να της δώσει μια εισπρακτική επιτυχία, χαϊδολογώντας με αντιδραστική διάθεση το μαλακό υπογάστριο ενός κοινού που συνηθίζει να ερεθίζεται από το προβοκατόρικο ερώτημα «εσύ τι θα έκανες άμα σου σκότωναν γυναίκα και κόρη;».
Είναι δεδομένη η παρατεταμένη ένδεια σε νέα σενάρια και η ροπή του Χόλιγουντ να ξανασερβίρει επιτυχίες του παρελθόντος, ωστόσο παραμένει απίθανο το νεαρό κοινό στο οποίο προσανατολίζεται τούτο το φιλμ να έχει ακουστά για την παλιά εκδοχή ή τον Μπρόνσον. Έτσι, χωρίς ιδιαίτερη ανάγκη για σύνδεση με τα προηγούμενα, το νέο «Death Wish» μεταφέρει τη δράση στο Σικάγο του 2016, μιας και η σύγχρονη Νέα Υόρκη λίγη σχέση έχει με εκείνη των 70s, τότε που η εγκληματικότητα και οι συμμορίες έκαναν πάρτι. Ο νέος Πολ Κέρσι (ο Μπρους Γουίλις στο ρόλο) είναι γιατρός (ενώ ο «παλιός», αρχιτέκτονας) και ,όπως ο «προκάτοχός» του, του γυρίζει το μάτι όταν εν ώρα βάρδιας, μαθαίνει πως η πολυαγαπημένη του γυναίκα (Ελίζαμπεθ Σου) και η νεαρή του κόρη (Καμίλα Μορόουν) έπεσαν θύματα αδίστακτων διαρρηκτών, στέλνοντας την πρώτη στο χώμα και την άλλη σε κώμα. Και φυσικά, επειδή οι αστυνομικές Αρχές αδυνατούν να εγγυηθούν άμεσα αποτελέσματα σε μια πόλη όπου η εγκληματικότητα έχει πάρει την ανιούσα, ο Κέρσι μεταστρέφεται χωρίς πολλά πολλά από μαλθακό φιλελεύθερο σε αυτόκλητο εκδικητή. Με λίγο αναγκαίο πρίζωμα βέβαια από τον Τεξανό πεθερό του, ο οποίος σε μία ενδεικτική σκηνή τον ορμηνεύει λέγοντας πως «ό,τι θέλει να προστατέψει ένας άντρας, το κάνει μόνος του».
Από την κατά Ιλάι Ροθ εκδοχή του «Death Wish» δε θα μπορούσε να λείπει η μοναδική συνεισφορά που αυτός ο αμετροεπής και μονοδιάστατος σκηνοθέτης θα μπορούσε να προσφέρει: σκηνές με χυμένα μυαλά και βία τέτοια που να αιτιολογεί το «R» στην κλίμακα καταλληλότητας.
Σε αντίθεση με τον Λίαμ Νίσον των «Taken» που είναι ειδικός πράκτορας, τον Μπρόνσον των παλιών «Death Wish» που είναι βετεράνος της Κορέας και φυσικά τον ίδιο τον Γουίλις που στα «Die Hard» είναι μπάτσος, ο Πολ Κέρσι εδώ στερείται εμπειρίας στα όπλα. Κι όμως, παρότι δεν ξέρει καλά καλά να τα πιάνει, γίνεται με συνοπτικές διαδικασίες άσσος στο ξεπάστρεμα αποβρασμάτων που θα βρεθούν στο δρόμο του. Γεγονός που καθιστά εντελώς σχηματική τη διαχείριση του ήρωα από πλευράς Ροθ, με τον Αμερικανό σκηνοθέτη να μην του αποδίδει καν δεύτερες σκέψεις για τις πράξεις του, ούτε για το ξεκάρφωμα, όπως είχε κάνει προσχηματικά έστω ο ομόλογός του στο «Death Wish» του ‘74.
Την ίδια στιγμή και προκειμένου να είναι ευθυγραμμισμένη με το σήμερα, η δράση του μυστηριώδους «Χάρου» όπως βαφτίζεται από την κοινή γνώμη ο vigilante μας, δε γίνεται απλώς πρώτη είδηση στα συμβατικά ΜΜΕ αλλά viral φαινόμενο, καθώς οι αυτόπτες μάρτυρες ποστάρουν σωρηδόν βίντεο με τα κατορθώματα του μυστηριώδους άνδρα. Στο «καυτό» debate αν πρέπει να αγιάσει το χέρι του και αν τελικά «δεν είναι ο ήρωας που αξίζουμε αλλά αυτός που χρειαζόμαστε», δε συμμετέχει βέβαια μόνο η κοινωνία της μεγαλούπολης αλλά και οι ίδιες οι Αρχές, όπως προκύπτει από τη στάση που κρατά ο ντετέκτιβ Ρέινς (τον υποδύεται ο Ντιν Νόρις του «Breaking Bad») απέναντι σε αυτόν που ναι μεν παίρνει το νόμο στα χέρια του, αλλά τουλάχιστον καθαρίζει μια δύσκολη μπουγάδα με πολλούς και επίμονους λεκέδες.
Από την κατά Ιλάι Ροθ εκδοχή του «Death Wish» δε θα μπορούσε να λείπει η μοναδική συνεισφορά που αυτός ο αμετροεπής και μονοδιάστατος σκηνοθέτης θα μπορούσε να προσφέρει: σκηνές με χυμένα μυαλά και βία τέτοια που να αιτιολογεί το «R» στην κλίμακα καταλληλότητας. Γιατί κατά τα λοιπά, η ταινία του εκτός από ηθικά προβληματική, έχει τόσες σεναριακές τρύπες και ευκολίες που δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Ωστόσο, το χειρότερο είναι ότι το νέο «Death Wish» συνιστά ένα είδος περιπέτειας που δε δικαιώνει απλώς την αυτοδικία αλλά προκρίνει ελαφρά τη καρδία τη λογική του κοινωνικού αυτοματισμού, ενώ αποτελεί ευθύ παράγωγο μιας μάτσο κουλτούρας που θέλει τον άντρα, προστάτη. Κοινώς, μοιάζει με ταινία που δε θέλει απλώς να βγάλει αντιδραστικά τη γλώσσα στη liberal ατζέντα που έχει υιοθετήσει – ενίοτε με μπόλικη δόση υστερίας – το Χόλιγουντ, αλλά με ένα προϊόν που θέλει να τη φτύσει με απέχθεια. Όπως ακριβώς φτύνει χωρίς περιστροφές ο ντετέκτιβ Ρέινς τη χωρίς γλουτένη μπάρα δημητριακών που αποπειράται να φάει.