Γραμμένο το 1934, το βιβλίο της Άγκαθα Κρίστι είναι ως σήμερα ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους του αστυνομικού μυθιστορήματος και η γνωστότερη ιστορία με ήρωα τον αγαπημένο της Ηρακλή Πουαρό, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με την άρχουσα τάξη της εποχής, όπως αυτή είναι στριμωγμένη μέσα στο, ακινητοποιημένο λόγω χιονιού, Οριάν Εξπρές. Νεοαριστοκράτης ο ίδιος, λόγω όμως των επαγγελματικών του επιτυχιών και όχι κάποια βαριάς κληρονομιάς, μπορεί να κοιτάξει τους υπόπτους στα μάτια, να μιλήσει τη γλώσσα τους αλλά και να τους κρίνει καθαρά ως εξωτερικός παρατηρητής χάρη στην αλάνθαστη μεθοδολογία του που τηρεί ευλαβικά.
Η ταινία του Σίντνεϊ Λουμέτ το 1974 άλλαξε ελάχιστα πράγματα σε σχέση με το βιβλίο και ο Πουαρό του Άλμπερτ Φίνεϊ ήταν μια δύστροπη αλλά γοητευτική φιγούρα που ανακρίνει με φινέτσα περισσότερο ως λογοτεχνικός ήρωας παρά ως αληθινός ντετέκτιβ. Ο Πουαρό άλλωστε συμμετέχει με τον τρόπο του σε όλη τη λογική της ιστορίας της Κρίστι, την κόντρα μεταξύ της αληθινής ζωής και του θεάτρου το οποίο παίζουμε όλοι μας, με τη συναρπαστική τελική σεκάνς των 2 θεωριών που βάζει τον αναγνώστη/θεατή ως μέρος του διλήμματος.
Τέτοιες εκλεπτυσμένες αφηγηματικές ιδέες μοιάζουν ξένες στο έτος 2017, με ένα κοινό που θέλει ξεκάθαρη έρευνα, συμπεράσματα και τελικές λύσεις. Αυτό σκέφτηκε ο σεναριογράφος Μάικλ Γκριν (που διόλου τυχαία έγραψε φέτος με την ίδια λογική και το «Blade Runner 2049») μαζί με τον Κένεθ Μπράνα, μετατρέποντας τον Πουαρό σε μια μοναχική φιγούρα που σηκώνει στις πλάτες της το ψέμα που μόνιμα ακούει, μια θεανθρωπική μορφή που προσπαθεί να κατευνάσει την οργή της και να αποφασίσει πως θα κρίνει μια απεχθή πράξη.
Ο Πουαρό του Μπράνα παραπέμπει σε μια μοναχική, θεανθρωπική μορφή που λύνει γρήγορα το έγκλημα αλλά πρέπει να αποφασίσει για την ηθική σκοπιά του.
Έτσι μάλλον λύνεται και η απορία του ανανεωμένου look που δίνει η ταινία στον Πουαρό, με το μουστάκι του Μπράνα να παραπέμπει σε σταυρό, κάτι που είναι το πρώτο δείγμα για τις θέσεις του φιλμ. Όταν γίνεται ο φόνος, η κάμερα ανεβαίνει ψηλά και κοιτά από εκεί τις πρώτες προσπάθειες του Πουαρό, ως εκπροσώπου του Θεού πια, να διαλευκάνει την υπόθεση. Στην πορεία της ταινίας ο Μπράνα απομονώνεται, μιλά σε μια φωτογραφία για τον θλιβερό κόσμο στον οποίο βρέθηκε, όπου κυριαρχεί η απόλαυση όλων να ψεύδονται, εξοργίζεται, φωνάζει και συγκρούεται με τους υπόπτους μέχρι να τους στήσει στο τέλος σε ένα σκηνικό που παραπέμπει στο Μυστικό Δείπνο για να τους ανακοινώσει την προδοσία τους, να συγκρουστεί με τη θεϊκή φύση που του αποδόθηκε και να τους υπενθυμίσει πως ο κόσμος εξακολουθεί να υπάρχει όσο αυτός κουβαλά τα κρίματα των άλλων.
Ο (σκηνοθέτης) Μπράνα κατευθύνει αυτήν την επιλογή ως συνήθως οπερατικά, ποντάροντας στις εντάσεις και τα ξεσπάσματα, συμβάλλοντας και αυτός στην συρρίκνωση της ιστορίας από ένα ταξικό θρίλερ σε μια απλοϊκή μάχη καλού και κακού. Το ίδιο συμβαίνει και στον όλο σχεδιασμό της παραγωγής, με ελάχιστες λεπτομέρειες να τονίζουν το μεγαλείο του τρένου, που ως προσωρινό σπίτι μιας πολύ απαιτητικής τάξης ήταν ένα μικρό κομψοτέχνημα. Η δράση μάλιστα βγαίνει αρκετές φορές έξω από το τρένο, υπό τον φόβο μιας τέτοιας παραγωγής να χαρακτηριστεί ως θρίλερ δωματίου – σε αυτό συμβάλλουν και τα κακότεχνα CGI που κυριαρχούν στα εξωτερικά πλάνα. Οι παρεμβάσεις στους χαρακτήρες της ταινίας γίνονται πρώτα για το βόλεμα των ηθοποιών (η παρουσία της Πενέλοπε Κρουζ για παράδειγμα επιφέρει το «δανεισμό» της Πιλάρ Εστραβάδος από άλλο βιβλίο της Κρίστι), αλλά κυρίως για μια σειρά φυλετικών και πολιτικών σχολίων που ακούογονται σκόρπια, μια τεμπέλικη λύση στην προσπάθεια επικαιροποίησης της ταινίας, που στη βάση της στηρίζεται στα ονόματα του καστ αλλά παραμένει συντηρητική και «λίγη» απέναντι στην κληρονομιά του βιβλίου. Στο τέλος πάντως πετά και μια μικρή αναφορά για ένα «έγκλημα στο Νείλο», προδίδοντας την προσφιλή λογική των στούντιο να μετατρέπουν τα πάντα σε franchise.