Του αρέσει πολύ ο Σκορσέζε του Κρεγκ Γκιλέσπι, σκηνοθέτη του «Εγώ, η Τόνια. Ζει και αναπνέει Σκορσέζε η ταινία του και δεν το κρύβει. Θα βρεις μέσα της, μεταξύ άλλων, το μοτίβο της ανόδου και της πτώσης, την εμμονή των χαρακτήρων, το μοντάζ πάνω σε ροκ επιτυχίες κατά το παράδειγμα του Layla στα «Καλά Παιδιά», το σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου», με τους ήρωες να απευθύνονται απευθείας στον θεατή, θα βρεις ακόμα και μια εμβληματική εικόνα της σκορσεζικής φιλμογραφίας να κλείνει την ταινία. Τα προαναφερθέντα «Καλά Παιδιά» είναι το πατρόν, το τελικό αποτέλεσμα φέρνει περισσότερο στο «Λύκο της Γουόλ Στριτ», αφενός γιατί έχει αυτό το ιδιαίτερο, πικρό χιούμορ που την ίδια στιγμή που ξεκαρδίζεσαι νιώθεις κι ένα σφίξιμο στο στομάχι , αφετέρου γιατί, όπως και ο «Λύκος», πέφτει λίγο στην παγίδα της επανάληψης.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι η Τόνια Χάρντινγκ, μια άξεστη αθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ που έφτασε μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενεπλάκη σε επεισόδιο που οδήγησε στον τραυματισμό της αντιζήλου της και αποτέλεσε μία από τις πιο μισητές φιγούρες για το αμερικανικό «φιλοθεάμον» κοινό στα 90’s, o Γκιλέσπι όμως και ο σεναριογράφος του Στίβεν Ρότζερς μοιάζουν να θέλουν να μιλήσουν περισσότερο για το περιβάλλον στο οποίο κινείται. Συστήνοντας μια σειρά από λούμπεν χαρακτήρες που μπλέκουν σε ανάλογες καταστάσεις, οι δημιουργοί συνθέτουν το πορτραίτο μιας κοινωνίας όπου το στοργικό γονεϊκό πρότυπο απουσιάζει, η απόλυτη επιτυχία είναι αυτοσκοπός, ο αδυσώπητος ανταγωνισμός το μέσο προς αυτή και το δικαίωμα στο δυτικό όνειρο – θα έπρεπε να έχουμε σταματήσει να μιλούμε για αποκλειστικά αμερικανικό όνειρο ήδη από τα '80s- παραμένει ταξική υπόθεση.
Ερμηνευτικά η ταινία ανήκει στη Μαργκό Ρόμπι…
Όλοι οι βασικοί χαρακτήρες στο φιλμ θέλουν να είναι σπουδαίοι στον τομέα τους, αυτή τους η επιθυμία εκδηλώνεται με νοσηρότητα και τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά. Δεν θα μπορούσαν να είναι αλλιώς άλλωστε, δεδομένου πως το ίδιο το σύστημα αξιών που τους έθρεψε απορρίπτει πεισματικά τις ατέλειες του. Όταν η Τόνια θα ρωτήσει έναν κριτή γιατί της βάζουν χαμηλές βαθμολογίες, εκείνος θα της απαντήσει πως δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα της αμερικανικής πρωταθλήτριας που η Επιτροπή θέλει να δείξει στον υπόλοιπο κόσμο.
Στο ρόλο της τερατώδους μάνας που προετοιμάζει την κόρη της για πρωταθλητισμό, η Άλισον Τζάνεϊ «φτύνει» αποτελεσματικά τις ατάκες που της επιφυλάσσει το σενάριο. Eίναι ένας ρόλος αβανταδόρικα πλην μονοσήμαντα γραμμένος, σαν εκείνον του Τζ.Κ Σίμονς στο «Χωρίς Μέτρο», πιθανότατα θα της χαρίσει και το σχετικό Όσκαρ , δεν βρίσκεις όμως πουθενά στο παίξιμο της σημάδια συστολής, την εσωτερική δράση που θα συνέβαλε στο χτίσιμο της αμερικανικής τραγωδίας που ο Γκιλέσπι φαίνεται να έχει στο μυαλό του.
Ερμηνευτικά η ταινία ανήκει στη Μαργκό Ρόμπι, υποψήφια για Όσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου. Εύκολα θα μπορούσε να επαναπαυτεί στην μανιέρα του ρόλου της και να πλάσει ένα κιτς στερεότυπο, όπως η συμπρωταγωνίστρια της, εκείνη όμως βρίσκει το ανθρώπινο στοιχείο σε αυτόν, συχνά σε κάνει να νιώθεις πως άλλα λέει κι άλλα αισθάνεται, πότε την μισείς και πότε την συμπονάς, συλλαμβάνει, δε, στο έπακρο την λεπτή γραμμή ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, στην οποία ο σκηνοθέτης της πασχίζει να ισορροπήσει. Της χρωστά πάρα πολλά.