Μικρά θαύματα συμβαίνουν ακόμη. Όταν η καθημερινότητα φτάνει σε ένα σκοτεινό, σε ένα οδυνηρό αδιέξοδο, όταν το σκοτάδι μοιάζει να έχει πέσει τόσο βαθιά και αναπόφευκτα, μόνο η περίφημη «καλοσύνη των ξένων» που απεγνωσμένα αναζητούσε μέσα στο παραλήρημα της τρέλας της η Μπλανς Ντιμπουά του Τένεσι Ουίλιαμς, μπορεί να κάνει κάνει όλους τους μεγάλους άτυχους της ζωής να βρουν το κουράγιο να γιατρέψουν τις πληγές τους, να ξεπεράσουν τα τραύματα τα οποία εξ’αρχής κανένας δεν θα έπρεπε να βιώσει. Στην πρώτη του μεγάλου μήκους σκηνοθετική δουλειά, ο Ελβετός Κλοντ Μπαρά μιλά με ειλικρίνεια, αφοπλιστική απλότητα και ευαισθησία που ξεχειλίζει, για αυτήν την τόσο απαραίτητη καλοσύνη, τόσο αναγκαία ανθρωπιά, τόσο ζωτικής σημασίας αλληλεγγύη, που είναι ικανή να μεταμορφώσει κακοποιημένα μικρά παιδιά, σε πολύ πιο ώριμες και περισσότερο ολοκληρωμένες από πολλούς ενηλίκους προσωπικότητες.
Μινιμαλιστικά σχεδιασμένο, σκιαγραφώντας με αδρές γραμμές τα ολοστρόγγυλα πρόσωπα των ηρώων του και θαρρείς με μονοκόμματες, έντονα χρωματισμένες πινελιές το αστικό ή αγροτικό μπαγκράουντ, το stop-motion animation του Μπαρά αφηγείται την ιστορία του 9χρονου «Κολοκυθάκη» (το πραγματικό του όνομα είναι Ικάρ, αλλά δεν του αρέσει να τον φωνάζουν έτσι) που καταλήγει σε ένα ορφανοτροφείο όταν, μέσω μιας σκηνής που αντηχεί την τραγικότητα του κοινωνικού ρεαλισμού του Νταρντενικού σύμπαντος, μια μικρή φιλονικία με την αλκοολική μητέρα του οδηγεί στο μοιραίο.
…λάμπει μέσα στην τρυφερότητα και την καθαρότητα της ματιάς της, αφήνοντας το αυθεντικό και ανεξίτηλο αποτύπωμά της στην καρδιά…
Ο σκηνοθέτης καθρεφτίζει στα πελώρια μάτια του πρωταγωνιστή του – μόνιμα περιβλημένα από μια μελαγχολική γαλάζια σκιά- τον πόνο, τις ενοχές, αλλά και την τεράστια απορία ενός παιδιού απέναντι στη βία και την απολυτότητα που φέρνει ο θάνατος, προσθέτοντας την τραγική ιστορία στην ατέλειωτη λίστα των εξίσου (ή ακόμη περισσότερο) συγκλονιστικών ιστοριών των άλλων εγκαταλελειμμένων παιδιών του μικρού ιδρύματος στο οποίο παραδίδεται ο μικρός. «Δεν έμεινε κανένας για μας», ισχυρίζεται συνεχώς ο Σιμόν, ο «σκληρός» και εγκαταλελειμμένος από τους ναρκομανείς γονείς του αρχηγός των τροφίμων του ορφανοτροφείου, ενώ η σιωπηλή και ευαίσθητη Αλίς κρύβει συνεχώς το κακοποιημένο από τον πατέρα της πρόσωπο πίσω από μια τούφα ξανθά μαλλιά. Αυτά τα «χαμένα παιδιά», γίνονται γρήγορα οι νέοι φίλοι του Κολοκθυάκη τα οποία, μαζί με τη διακριτική παρουσία των κοινωνικών δομών και τη βαθιά ευγένεια του εξίσου πληγωμένου αστυνομικού Ρειμόντ, θα βοηθήσουν σταδιακά ο ένας το άλλο να βρει τη χαμένη του εμπιστοσύνη, την αγάπη, τη θέση του στον κόσμο. Τη λιακάδα μέσα στις πληγωμένες ψυχές τους (εξαιρετικά εύστοχος ο «μετεωρολογικός» πίνακας, κρεμασμένος μέσα στο ίδρυμα, που περιγράφει τις διαθέσεις τους).
Πρέπει πραγματικά να είσαι από πέτρα για να μην καταφέρεις να συγκινηθείς από την ειλικρινή και ανεπιτήδευτη προσπάθεια των υπέροχα αναπτυγμένων χαρακτήρων να καταλάβουν ότι, οτιδήποτε και αν τους συμβεί δεν θα μείνουν ποτέ ξανά μόνοι. Ότι έχουν το δικαίωμα να ονειρεύονται, να νιώθουν οικογενειακή ζεστασιά, να απολαμβάνουν ξέγνοιαστοι την ομορφιά της ζωής. Παρότι βαθιά μελαγχολικό, ίσως και αβάσταχτο μερικές φορές, το φιλμ του Μπαρά αντικρίζει με αισιοδοξία το πρόβλημα τη κακομεταχείρισης των ανηλίκων, βλέποντας με συμπάθεια το περιβάλλον του ορφανοτροφείου και τους ανθρώπους του και εντοπίζοντας στην καλοσύνη, την κατανόηση, αλλά και τον επαγγελματισμό των δασκάλων και των κοινωνικών λειτουργών, τη διέξοδο από τη σκοτεινή ψυχολογική απομόνωση, προς το φως της συντροφικότητας.
Κι αν όλα αυτά μοιάζουν ίσως λίγο περισσότερο καλοπροαίρετα απ’όσο επιτάσσει η πραγματικότητα, ο λεπτός και διακριτικός ρυθμός του φιλμ διακόπτεται οδυνηρά από αδυσώπητες σεναριακές διαπιστεύσεις που αφορούν αβάσταχτα διαταραγμένες ζωές, όπως αυτό το αφοπλιστικό «τα έχει δει όλα», το οποίο περιγράφει με συγκλονιστική σαφήνεια το παρελθόν της Καμίλ, της συμμαθήτριας και αγαπημένης του Κολοκυθάκη. Προσθέτοντας μέσα σε όλα και τη θρηνητική φωνή της Sophie Hunger, η οποία πλαισιώνει με το υπέροχο «Le Vent Nous Portera» το φινάλε του μόλις εβδομήντα λεπτών animation, δεν μπορείς παρά να διαπιστώσεις ότι η υποψήφια για Όσκαρ και Χρυσή Σφαίρα ταινία του Κλοντ Μπαρά λάμπει μέσα στην τρυφερότητα και την καθαρότητα της ματιάς της, αφήνοντας το αυθεντικό και ανεξίτηλο αποτύπωμά της στην καρδιά, μαζί βέβαια με αδιάκοπα δάκρυα στα μάτια.