Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

Ο παροιμιώδης κοινωνικός ρεαλισμός του Κεν Λόουτς που βραβεύτηκε στις πρόσφατες Κάννες με Χρυσό Φοίνικα, μιλά με πικρό χιούμορ και ζηλευτή αμεσότητα για την Οδύσσεια ενός χήρου ξυλουργού και μιας άνεργης νεαρής μητέρας να βρουν αναγκαίο στήριγμα σε αυτό που κατ' επίφαση ονομάζουμε κράτος πρόνοιας. Ανάχωμα ο μελοδραματικός τόνος που παίρνει σε ορισμένες στροφές της η ταινία, όμως η παρουσία του κωμικού Ντέιβ Τζονς στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ντάνιελ Μπλέικ είναι κάτι παραπάνω από σαρωτική.

Elle 13 Οκτ. 16
Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ

Ο Χρυσός Φοίνικας των περασμένων Καννών βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών και αμφισβητήθηκε έντονα, απόρροια μιας γενικευμένης ζοχάδας που προέκυψε κυρίως εξαιτίας της αδικαιολόγητης παραγκώνισης του αριστουργηματικού «Τόνι Έρντμαν» από τα βραβεία του φεστιβάλ. Αυτό όμως δε σημαίνει πως ο 80χρονος Κεν Λόουτς παρέδωσε μια μέτρια δημιουργία που συγκυριακά απέσπασε το δεύτερο Φοίνικα της λαμπρής καριέρας του μετά το «Ο Άνεμος Χορεύει το Κριθάρι» – κάθε άλλο. Απλούστατα, το «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» είναι ένας απολύτως αναγνωρίσιμος Λόουτς, αυτός που για περισσότερα από πενήντα χρόνια μας έχει «συνηθίσει» να υπογράφει ξεχωριστές δημιουργίες κοινωνικού ρεαλισμού με ήρωες ανθρώπους της εργατικής τάξης που παλεύουν για την αξιοπρέπεια και την επιβίωσή τους κόντρα στο σύστημα και τις ανάλγητους κοινωνικούς μηχανισμούς του. Χωρίς να επιφυλάσσει δραματικές εκπλήξεις στο κοινό του (και δεν είναι ο μόνος, αφού τόσοι και τόσοι εκλεκτοί συνάδελφοί του, από τον Γούντι Άλεν μέχρι τον Μάικ Λι, έχουν δομήσει καριέρες σε ένα απολύτως αναγνωρίσιμο μοτίβο), παραμένει ένας στρατευμένος πολιτικά δημιουργός, συνεπής, αποτελεσματικά ευαισθητοποιημένος και οξυδερκής, ικανός να προσφέρει ένα ειλικρινές, εξωστρεφές και παθιασμένο φιλμ που να αποτυπώνει σκληρές αλήθειες με ρεαλισμό και πικρό χιούμορ.

Στο επίκεντρο της ιστορίας του «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ» τίθεται ο άνθρωπος που μας συστήνεται στον τίτλο. Ο κος Μπλέικ (στο ρόλο ο κωμικός Ντέιβ Τζονς), ένας χήρος ξυλουργός που λίγο πριν τα 60 του είδε τους γιατρούς να του απαγορεύουν να επιστρέψει στη δουλειά εξαιτίας ενός καρδιακού επεισοδίου, έρχεται αντιμέτωπος με τον παραλογισμό των κοινωνικών υπηρεσιών οι οποίες τον κρίνουν παραδόξως ικανό για εργασία. Από το ξεκίνημα κιόλας ακούγεται εκτός κάδρου η γελοιωδώς αυτοματοποιημένη διαδικασία της συνέντευξής του με έναν ειδικό από την Πρόνοια. Ευθύς εξαρχής έτσι, καλούμαστε να αφουγκραστούμε το μέγεθος του διαφαινόμενου αδιέξοδου ενός ανθρώπου που ίδρωσε μια ζωή στο μεροκάματο, μόνο και μόνο για να βρεθεί μπλεγμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας. Οι κωμικοτραγικές προεκτάσεις της Οδύσσειας του Μπλέικ αναδύονται μέσα από κοφτερούς διαλόγους (στους οποίους ο πειστικότατος Τζονς δίνει ρέστα), καθώς επίσης συναισθηματικά επιθετικές σκηνές στις οποίες πρέπει να είναι κανείς ανάλγητος για να μην εμπλακεί.

Καταλυτικό ρόλο στην ταινία όμως παίζει επίσης η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ του Ντάνιελ και της Κέιτι (Χέιλι Σκουάιρς), μιας εξαθλιωμένης νεαρής μητέρας δύο παιδιών. Μερικές από τις πιο αξιομνημόνευτες και συνάμα απαιτητικές σκηνές άλλωστε βασίζονται πάνω της – με πρώτη και καλύτερη εκείνη έξω από το συσσίτιο. Ωστόσο, με αφετηρία τον χαρακτήρα της Κέιτι και τα ακραία μέτρα που λαμβάνει προκειμένου να τα φέρει βόλτα, ο Λόουτς και ο μόνιμος σεναριογράφος του, Πολ Λάβερτι, επιδίδονται σε ένα ανοιχτό φλερτ με το μελόδραμα, και μάλιστα στην πλέον παλαιομοδίτικη μορφή του. Ξέχωρα από αυτό όμως, ο βετεράνος Βρετανός σκηνοθέτης δεν ξεστρατίζει στιγμή από τον γνώριμο στόχο του: να αναδείξει τα πολλά πρόσωπα κοινωνικού αποκλεισμού (βλ. ο «αναλογικός» Ντάνιελ στην «ψηφιακή» εποχή), όταν το επίσημο κράτος αγνοεί τον πολίτη για χάρη της λειτουργικότητας και ευημερίας των αριθμών.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT