Παρ' όλο που έχει εγκαταλείψει οριστικά το Χόλιγουντ εδώ και 16 χρόνια, έχοντας υπάρξει ένας από τους πιο ικανούς και απρόβλεπτους Ευρωπαίους δημιουργούς που εργάστηκαν πιο πρόσφατα για λογαριασμό του, ο Πολ Βερχόφεν εμφανίστηκε τελευταία φορά στις αίθουσες με το «Μαύρο Βιβλίο» (2006), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έκτοτε σκόπευε να αποσυρθεί από το σινεμά. Όταν ένας παραγωγός του πρότεινε να διασκευάσει το μυθιστόρημα «Oh…» του Φιλίπ Ντιζάν (σε συγγραφική δουλειά του οποίου είχε βασιστεί παλιότερα το «Μπέτι Μπλου» του Ζαν Ζακ Μπενέξ) και να συνεργαστεί για πρώτη φορά με την Ιζαμπέλ Ιπέρ, μια ηθοποιό που θυμίζει τον Ολλανδό σκηνοθέτη στον τρόπο με τον οποίο ανέκαθεν έπαιρνε ρίσκα και καλωσόριζε αβανταδόρικα και επικίνδυνα θέματα στην (ερμηνευτική) καριέρα της, ο 77χρονος σκηνοθέτης του «Ολική Επαναφορά», του «Ο Τέταρτος Άνθρωπος» και του «Βασικό Ένστικτο» ταξίδεψε για χάρη της στο Παρίσι, ώστε να πραγματοποιήσει εκεί τα γυρίσματα του φιλμ, και εργάστηκε με τον σεναριογράφο Ντέιβιντ Μπερκ προκειμένου να εμπλουτίσουν με ακόμη πιο αιχμηρή διάθεση το περιεχόμενο του βιβλίου.
Το «Elle» είναι το συναρπαστικό απόσταγμα της συνεργασίας ενός σκηνοθέτη που δεν εκφοβίζεται εύκολα, μιας ηθοποιού που δεν διστάζει απέναντι στις προκλήσεις και ενός σεναριογράφου που συνέλαβε τη σπιρτόζικη χημεία τους σε μια ιστορία αμοραλιστικού χιούμορ, συχνών ανατροπών, αιχμηρών διαλόγων κι ενός παιχνιδιάρικου φλερτ με λεπτά ζητήματα που είθισται να φέρνουν το κοινό σε σχετικά άβολη θέση.Πέρα από οτιδήποτε άλλο, η ταινία σκιαγραφεί έναν όχι ακριβώς συνηθισμένο χαρακτήρα γυναίκας η οποία υποχρεώνεται να κουβαλήσει εφ' όρου ζωής την πολύ βαριά σκιά που ρίχνει επάνω της το εγκληματικό παρελθόν του πατέρα της και ταυτόχρονα αρνείται να συμβιβαστεί και να συμφωνήσει με τους βολικούς ρόλους που της επιβάλλουν οι άλλοι για τον εαυτό της.
Mια ασταμάτητα απολαυστική και ανατρεπτική δημιουργίας η οποία εφευρίσκει έξυπνους τρόπους προκειμένου να μεταχειριστεί τις έννοιες της βίας, της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και των ρευστών ορίων της ηθικής.
Για το λόγο αυτό διευθύνει με σιδερένια πειθώ στη δουλειά της, στέκει αυστηρή και επικριτική απέναντι στις επιλογές ζωής που έχουν κάνει ο γιος και η μητέρα της, αγαπά πολύ την κολλητή φίλη της, αλλά αυτό δεν την εμποδίζει να διατηρεί κρυφές σεξουαλικές επαφές με τον άντρα της, διαχειρίζεται με εγωισμό το γεγονός ότι ο πρώην σύζυγός της εμφανίζεται με ελκυστική νέα φιλενάδα και φλερτάρει απροκάλυπτα έναν παντρεμένο γείτονα.Ακόμη χειρότερα, αρνείται να πάρει τον ρόλο του θύματος όταν ένας μασκοφορεμένος άντρας εισβάλλει στο σπίτι της και την βιάζει. Δεν θα επικοινωνήσει με την αστυνομία, δεν θα γυρέψει εκδίκηση, δεν θα καταρρεύσει κάτω από τις ψυχολογικές συνέπειες μιας τέτοιας απεχθούς πράξης και όταν αποφασίσει να εξομολογηθεί το συμβάν στους οικείους της, θα το κάνει με παροιμιώδη απάθεια.
Το τι αναμένεται να συμβεί μέχρι το φινάλε της ταινίας είναι κάτι που καλό θα ήταν να μην γνωρίζει εκ των προτέρων ο θεατής κι εκεί βρίσκεται μια από τις βασικές αρετές μιας ασταμάτητα απολαυστικής και ανατρεπτικής δημιουργίας η οποία εφευρίσκει έξυπνους τρόπους προκειμένου να μεταχειριστεί τις έννοιες της βίας, της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και των ρευστών ορίων της ηθικής.Το μεγαλύτερο κατόρθωμα του «Elle» όμως, πέρα από την δεξιοτεχνική σκηνοθεσία του Βερχόφεν που στέκει απολύτως προσηλωμένη στους ρυθμούς και τις απαιτήσεις ενός μαεστρικού θρίλερ, είναι η επιθυμία του να μην κρίνει και να μην χαλιναγωγήσει ένα ατίθασο και γνήσια αντισυμβατικό μοντέλο ηρωίδας, εισχωρώντας όλο και βαθύτερα στο σύνθετο εσωτερικό της προκειμένου να αποκαλύψει κρυμμένα στρώματα από ανασφάλειες, απωθημένα, φόβους και άμυνες που αν τα ενώσει κανείς βρίσκεται μπροστά σε ένα πλήρες και πολύπλοκο πορτρέτο.
Τίποτα δεν θα λειτουργούσε με την ίδια αποτελεσματικότητα στο φιλμ, πάντως, αν η Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν αναλάμβανε για ακόμη μία φορά να ζωντανέψει ερμηνευτικά και να αντιμετωπίσει με συμπάθεια ένα άγρια ιδιοσυγκρασιακό και ανθεκτικό θηλυκό, χωρίς αναστολές και με ελάχιστα όρια, αδιαφορώντας αν στην πορεία θα πάρει με το μέρος της τους θεατές ή αν θα εμπνεύσει τη συμπόνοια και την κατανόηση για την ηρωίδα της. Χωρίς αμφιβολία μία από τις δυο-τρεις κορυφαίες ηθοποιούς στον κόσμο, η Ιπέρ επωμίζεται και πάλι ένα ρόλο που δεν την απομακρύνει υπερβολικά από την «Δασκάλα του Πιάνου», που υποδύθηκε στον Μίκαελ Χάνεκε και από τις περίπλοκες περιπτώσεις γυναικών στις οποίες έχει δώσει κατά καιρούς σάρκα και οστά. Τον περιπλέκει, τον βαφτίζει στην ειρωνεία, του χαρίζει ταμπεραμέντο και διαστάσεις. Η ταινία είναι δική της και δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς αυτήν.