Αίμα από το Αίμα μου

Έχοντας κερδίσει επάξια το βραβείο FIPRESCI στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας του 2015, το πρωτότυπο φιλμ του σημαντικού Ιταλού σκηνοθέτη Μάρκο Μπελόκιο συνδυάζει θρησκευτικό προβληματισμό με επίκαιρη πολιτική κριτική, προσεγγίζοντας ταυτόχρονα τις έννοιες του θανάτου, της λύτρωσης και τη συναισθηματικής αδράνειας μέσα από τα ίχνη που αφήνει στους τόπους και τα αντικείμενα το πέρασμα του χρόνου.

Elle 19 Απρ. 17
Αίμα από το Αίμα μου

Οικεία πρόσωπα, γνώριμες τοποθεσίες και έντονη κοινωνική κριτική συνυφαίνονται πάνω σε έναν σκοτεινό και στοιχειωμένο καμβά που διαχέεται σαν λεκές από μελάνι ανάμεσα σε δύο φαινομενικά ασύνδετους κόσμους και δύο (για διαφορετικούς λόγους) παράλογες εποχές. Με αυθεντική δεξιοτεχνία και φιλμική αυτογνωσία που πηγάζει μόνο από βαθιά γνώση και εμπειρία, ο σπουδαίος «μαέστρο» του ιταλικού σινεμά Μάρκο Μπελόκιο, παραδίνεται σε μια βασανισμένη ενδοσκόπηση της ανθρώπινης φύσης μέσα από δύο εξίσου τολμηρές ιστορίες που μοιάζουν να προκαλούν τους θεατές να τις συνδέσουν με οποιοδήποτε τρόπο και μέσο μπορούν. Όπως όμως γίνεται εύκολα αντιληπτό κατά την εξέλιξή του, η πλήρης διανοητική κατανόηση του φιλμ δεν αποτέλεσε ποτέ κύριο μέλημα, αλλά ούτε και απαραίτητη προϋπόθεση του δημιουργού της.

Παίζοντας με τη φόρμα και το περιεχόμενο, η οπτικά γοητευτική παραβολή του Μπελόκιο διαδραματίζεται στη μικρή πόλη Μπόμπιο της επαρχίας Εμίλια Ρομάνια της βόρειας Ιταλίας (και γενέτειρας του σκηνοθέτη), διχασμένη ανάμεσα σε δύο χρονικές περιόδους. Το πρώτο μέρος, το οποίο συνιστά και το πιο κατανοητό κομμάτι της ιστορίας, εξελίσσεται στο καθολικό μοναστήρι της Σάντα Κιάρα τον δέκατο έβδομο αιώνα, όπου μια μοναχή κατηγορείται ότι, κατειλημμένη από το δαιμόνιο, οδήγησε τον ιερέα-εξομολογητή της στην αυτοκτονία.

Αντηχώντας την πραγματική ιστορία του μαρτυρίου της Βιργινίας, καλόγριας της Μόντσα, ο σημαντικός δημιουργός καταπιάνεται για ακόμη μία φορά με τα «πάθη» της εκκλησίας, φέρνοντας στο τραπέζι αναφορές από παλιότερες ταινίες του, και συνδέοντας ελεύθερα εικόνες, ονόματα και κυρίως συναισθήματα, αναζητεί ταυτόχρονα την αλήθεια, την αγάπη και την εξιλέωση μέσα σε έναν υποκριτικό κόσμο θρησκευτικού φονταμενταλισμού, μεσαιωνικών βασανιστηρίων και εξωφρενικά καταπιεσμένων παρορμήσεων. Η απόκοσμη εικονογράφηση του Ντανιέλε Τσίπρι (συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη και στο πολυβραβευμένο «Η κρυφή ερωμένη» του 2010) δημιουργεί έναν κόσμο γεμάτο οπτικά κοντράστ, από τα υποφωτισμένα δωμάτια των υγρών κελιών του μοναστηριού, μέχρι τους διαυγείς εξωτερικούς χώρους που το περιβάλλουν, φωτογραφίζοντας σχεδόν μονότονα κάδρα που διακόπτονται από μικρές, αλλά βίαιες εξάρσεις χρώματος, όπως το κόκκινο του αίματος που βάφει το ιμάτιο του καρδινάλιου που θα επισκεφτεί τη μονή αργότερα στο φιλμ.

Το δεύτερο μέρος της πλοκής διαδραματίζεται στον ίδιο τόπο πολλούς αιώνες αργότερα, όταν ένας υποτιθέμενος κρατικός οικονομικός επιθεωρητής θα επιχειρήσει να αγοράσει το εγκαταλελειμμένο πια μοναστήρι-φυλακή για χάρη κάποιου Ρώσου μεγιστάνα. Εκεί βρίσκεται ακριβώς η στιγμή όπου το φιλμ του Μπελόκιο παίρνει το μεγαλύτερό του ρίσκο, αφήνοντας τον θεατή να ενώσει τις τελείες και να σχηματίσει την γενική εικόνα, συσχετίζοντας ένα παρόν γεμάτο απατεώνες και τρελούς (θυμίζοντας έντονα την αντανάκλαση της καθημερινότητας μέσα από την φάρσα στις ταινίες του Φελίνι) με το μακρινό παρελθόν που, παρότι εξετάζεται με αμείλικτη αυστηρότητα, ωστόσο δεν καταλήγει σε μια απλοϊκή και βολική ηθική καταδίκη.

Καθώς το φιλμ σταδιακά βυθίζεται στην αφαίρεση, προκαλώντας παράλληλα το θεατή να μην ακολουθήσει τη θραυσματική αφηγηματική δομή του κατά γράμμα, οι υποβλητικές σκηνές της αρχής μπλέκουν με το εμμονικό μαύρο χιούμορ της συνέχειας λειτουργώντας σαν συμβολική πυξίδα σε ένα ταξίδι μέσα στο χρόνο που περνά, όπου οι έννοιες της στάσης, και της παρακμής συγκρούονται με την απόκοσμη λάμψη, το σφρίγος και την ομορφιά της νιότης. Αντικείμενα και πρόσωπα ανακυκλώνονται μέσα σε ένα μικρό χωριό που μοιάζει ολάκερος ο κόσμος, καθώς οι συμβολισμοί γίνονται περισσότερο αισθητοί παρά κατανοητοί και το υπέροχα λυτρωτικό φινάλε δίνει την εντύπωση πως όλα ξαφνικά αποκτούν νόημα και βρίσκονται τελικά στη θέση τους, εκεί ακριβώς που πρέπει να είναι.

Μετά από όλα αυτά, φτάνεις να αναρωτιέσαι εάν πραγματικά πειράζει που πολλοί αφηγηματικοί δρόμοι δεν καταλήγουν πουθενά. Αυτό που μοιάζει ξεκάθαρο στο τέλος είναι ότι το «Αίμα από το αίμα μου» είναι ένα φιλμ με έντονο θεματικό πλούτο, που φέρει την ανεξίτηλη σφραγίδα ενός ανήσυχου και αντισυμβατικού σκηνοθέτη ο οποίος, μακριά από τετριμμένες μεθόδους συσχέτισης αιτίας και αποτελέσματος, βρίσκει ουσία στις λεπτομέρειες, αναζητώντας παράλληλα την γνώριμη αλλά και ταυτοχρόνως απόκοσμη αίσθηση που αφήνει η προσπάθεια κάποιου να εκλογικεύσει την εμπειρία ενός επαναλαμβανόμενου ονείρου.

Εάν μέσα σε όλα αυτά προσθέσεις και μία από τις πιο τολμηρές χρήσεις της διασκευής ενός πασίγνωστου τραγουδιού σε δύο σκηνές πραγματικής κάθαρσης, τότε αντιλαμβάνεσαι γρήγορα ότι ίσως πολλές φορές να είναι πιο σημαντικό να εστιάζεις όχι πάνω στο τι ακριβώς συμβαίνει, αλλά στο πώς παρουσιάζεται αυτό που συμβαίνει και κυρίως τι αποτύπωμα αφήνει μέσα σου.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT