Έτερος Εγώ

Κάπου ανάμεσα στα μυθιστορήματα του Νταν Μπράουν και τις κινηματογραφικές αναφορές σε αστυνομικά θρίλερ, η νέα ταινία του Σωτήρη Τσαφούλια («Κοινός Παρονομαστής») έχει θεμιτό στόχο το ευρύ κοινό, αλλά χάνει στην πορεία τα ίχνη της.

Elle 16 Ιαν. 17
Έτερος Εγώ

Χωράει η ιδέα του εμπορικού σινεμά κάτω από την ομπρέλα της ελληνικής παραγωγής; Η απάντηση είναι καταφατική, αν αναλογιστεί κανείς την τεράστια εμπορική επιτυχία του «Ένας Άλλος Κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. Και η αλήθεια είναι πως όσοι περισσότεροι τίτλοι προστίθενται στην ταμπέλα «greek weird wave», άλλοι τόσοι θα ‘πρεπε να υπηρετούν και την άλλη πλευρά. Είναι θεμιτό και υγιές. Το σημαντικό είναι ένα: η καλή ταινία.

Με ευγενή πρόθεση την εμπορική απήχηση, ο Σωτήρης Τσαφούλιας επιστρέφει μετά το ντεμπούτο του «Κοινός Παρονομαστής» με το «Έτερος Εγώ», μία ταινία «κατασκευασμένη» να υπηρετήσει το συντακτικό ενός θρίλερ-αγωνίας. Μία σειρά από δολοφονίες που έχουν κοινό χαρακτηριστικό αρχαία ρητά του Πυθαγόρα γραμμένα στους τόπους των εγκλημάτων, στοιχειοθετούν τη μυστηριώδη υπόθεση στην οποία θα εμπλακεί ο νεαρός καθηγητής εγκληματολογίας Δημήτρης Λαΐνης (Πυγμαλίων Δαδακαρίδης). Προσπαθώντας να αποκαλύψει την αλήθεια θα βρεθεί αντιμέτωπος με μυστικά του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διαχειριστεί μια οικογενειακή τραγωδία.

Ο Τσαφούλιας στο «Έτερος Εγώ» έχει καθαρά πρότυπα το «Se7en» του Ντέιβιντ Φίντσερ, το «Χάνιμπαλ» του Ρίντλεϊ Σκοτ και την κινηματογραφική τριλογία των λογοτεχνικών best-seller του Νταν Μπράουν. Στήνει λοιπόν ένα σενάριο που ακολουθεί τα ίχνη των αμερικάνικων παραγωγών, δίχως την τεχνική επάρκειά τους. Δυστυχώς βασίζεται τόσο πολύ στις αναφορές του που προδίδει την αρχική ιδέα του. 

Παρά την ελληνική ταυτότητα του βασικού σεναριακού ευρήματος και την…Πυθαγόρεια λύση του, η ταινία θέλει πολύ να μοιάσει σε κάτι «ξένο». Με στόχο την καλαισθησία της εικόνας, η ελληνική πραγματικότητα απουσιάζει και η εμμονική «καθαρότητα» της καλλιτεχνικής διεύθυνσης άρει το σκοτάδι που ταιριάζει στο είδος. Ακόμα και οι καλοδεχούμενες, απαραίτητες, γκροτέσκ πινελιές δεν τοποθετούνται οργανικά και εκτοπίζονται σαν «συνταγογραφημένες».

Το ίδιο και οι σχηματικοί χαρακτήρες της ταινίας που παρελαύνουν ως αναγνωρίσιμα κλισέ και δεν αφήνουν περιθώρια στους ερμηνευτές. Η συμμετοχή του Φρανσουά Κλουζέ («Άθικτοι»), στο ρόλο του καθηγητή μαθηματικών που δρα καταλυτικά στην έρευνα, αποδεικνύεται ανεκμετάλλευτος «κράχτης» των 5 λεπτών, ο συμπαθέστατος Πυγμαλίων Δαδακαρίδης προσεγγίζει τον χαρακτήρα του ως δεδηλωμένο (άκομψα στο σενάριο) αυτιστικό και «ο δολοφόνος» κρατά αδέξια το χαρτί της ανατροπής. 

Όπως αναφέρεται και στον πρόλογο είναι υγιής η ύπαρξη του εμπορικού, ελληνικού σινεμά. Το «Έτερος Εγώ» όμως έχει μία λογική «φτωχού συγγενή» που ακολουθεί τα πρότυπά του. Τα παραθέτει αδιάφορα, δεν τα ενσωματώνει δημιουργικά. Το «Έτερος Εγώ» φέρνοντας στο νου «έταιρες» ταινίες, τελικά υπονομεύει το «εγώ» του.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT