Η επίσημη πρόταση του Καναδά στην κατηγορία των ξενόγλωσσων όσκαρ έχει να κάνει με μια μικρή ιστορία μιας παράξενης σύνδεσης ανάμεσα σε δύο τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, που όμως τους ενώνει μια σφοδρή ανάγκη για επικοινωνία, για απόδραση από μια πνευματική και συναισθηματική φυλακή από την οποία οποιαδήποτε διαφυγή μοιάζει αδύνατη.
Η Χάντας Γιάρον («Το Κενό της») ενσαρκώνει τη Μέιρα, μια δυστυχισμένη νέα γυναίκα που ζει στην απελπιστικά γκετοποιημένη χασιδική εβραϊκή κοινότητα του Μόντρεαλ. Η ζωή της μοιάζει τόσο γκρίζα και άψυχη όσο και οι μουντοί δρόμοι της πόλης στους οποίους περπατά με τη μικρή της κόρη κάθε πρωί. Μόνη της διέξοδος, η δίσκοι που ακούει κρυφά από τον συντηρητικό και αφοσιωμένο στο σκληρό δόγμα σύζυγό της.
Ο Φέλιξ από την άλλη είναι ένας μεσήλικας πρώην χίπι, χωρίς προφανείς δεσμούς με κανέναν, που αναγκάζεται να γυρίσει στη γενέτειρά του για να αποχαιρετήσει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του με τον οποίο δεν έχουν πια καμιά επαφή. Οι δειλές τους συναντήσεις αποτελούν για αυτήν τη μοναδική μορφή επανάστασης απέναντι στην καταπιεστική ζωή της, και για αυτόν το μόνο τρόπο ουσιαστικής συσχέτισης με κάποιον.
Ο σκηνοθέτης Μαξίμ Ζιρού καταναλώνει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του φιλμικού του χρόνου παρατηρώντας τους δύο ενήλικες να γνωρίζονται και σιγά σιγά να πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Το τρυφερό ρομάντζο που επίπονα προσπαθεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε έναν πολύ υπομονετικό άνδρα και μια κλειστή και τρομοκρατημένη γυναίκα -που το μοναδικό της καθήκον είναι να γεννά και να μεγαλώνει όσο περισσότερα παιδιά γίνεται- μοιάζει βγαλμένο από μια άλλη εποχή, με το σενάριο να εστιάζει μονίμως στις αντιθέσεις (κοινωνικές, γλωσσικές, ακόμη και στην εμφάνιση) οι οποίες αποδίδουν μεν στην αρχή, αλλά δεν υποστηρίζονται από μια βαθύτερη νοηματοδότηση στη συνέχεια.
Το μεγάλο πρόβλημα της ταινίας πάντως παραμένει η έλλειψη βάθους και ανάπτυξης των κεντρικών χαρακτήρων. Παρότι η οικειότητα που χτίζεται σιγά σιγά καταφέρνει να μαγνητίσει σε στιγμές (με αποκορύφωμα το πρώτο ευθύ βλέμμα ανάμεσά τους, σε μια σκηνή στην οποία η κινηματογράφηση κάνει εξαιρετική δουλειά), εντούτοις η ίσως σκόπιμη απουσία backstory και για τους δύο χαρακτήρες τους καθιστά τελικά ρηχούς και αρκετά προβλέψιμους, εμποδίζοντας ταυτόχρονα την συναισθηματική σου ταύτιση μαζί τους.
Η δε επιμονή της στις λεπτομέρειες, ως απόδειξη της βαθιάς ανάγκης των πρωταγωνιστών για κάτι παραπάνω από μια ερωτική περιπέτεια, δεν μοιάζει αρκετή για να χτίσει το υπόκωφο δράμα που θα περίμενε κανείς, μιας και ολόκληρη η ιστορία δείχνει να μην είναι δομημένη πάνω σε στέραια αφηγηματικά θεμέλια. Τι είναι τελικά αυτό που βλέπουν ο ένας στον άλλο; Γιατί φτάνουν σε σημείο να συμπεριφέρονται με τον ίδιο μουντό τρόπο όταν είναι μαζί όπως και όταν είναι χωριστά;
Συνοψίζοντας, το «Φέλιξ και Μέιρα» είναι ένα φιλμ στο οποίο όλα μοιάζουν ικανά να δημιουργήσουν ένα θελκτικό κινηματογραφικό σύνολο, με την υποφωτισμένη και σκιώδη φωτογραφία, σε όλες τις «αστικές» αποχρώσεις, να αποτυπώνει την αφιλόξενη αλλά και γοητευτική φύση του έξω κόσμου που κυρίως η Μέιρα (γεμάτη ομορφιά και παιδικότητα η ερμηνεία την Γιάρον) είναι έτοιμη να αγκαλιάσει.
Δυστυχώς, οι ελάχιστες ουσιώδεις αλλαγές τις πλοκής και οι σκηνές που μοιάζουν πολλές φορές να επαναλαμβάνονται ανιαρά, αντικατοπτρίζουν την σεμνότητα και μετριοπάθεια του εγχειρήματος που, όσο και αν ακούγεται οξύμωρο, δεν δείχνει στην ουσία τόσο εκφραστικό όσο θα ήθελε.
Αν και μοιάζει να απευθύνεται αποκλειστικά σε ένα πιο καταδεκτικό αλλά και υποψιασμένο «φεστιβαλικό» κοινό, πρόκειται τελικά για μια όχι και τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία, σχετική με ένα όχι και τόσο ενδιαφέρον ζευγάρι, που τελικά οδηγείται σε μια όχι και τόσο ενδιαφέρουσα κατάληξη.