Η περίπτωση της Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, βαθύπλουτης κληρονόμου του αμερικανικού Νότου που περνούσε τον εαυτό της για σοπράνο στη μεσοπολεμική Νέα Υόρκη κι ας ήταν εντελώς… παράφωνη, έχει απασχολήσει μερικά θεατρικά έργα, ένα ντοκιμαντέρ και πρόσφατα μια γαλλική κομεντί, το «Μαργκερίτ». Αν, ωστόσο, το φιλμ του Ξαβιέ Τζιανολί ήταν μια ελεύθερη προσαρμογή της ιστορίας της στο Παρίσι του 1920, με βασικό θέμα τη γυναικεία χειραφέτηση και δίψα για αποδοχή, η νέα ταινία του Βρετανού Στίβεν Φρίαρς συνιστά μια απευθείας δραματοποίηση των τελευταίων χρόνων της ζωής της, με σατιρική αιχμή την κοινωνία των μεγαλοαστών, όπου τα πάντα διατίθενται προς πώληση κι αγορά, μηδέ της αυταπάτης εξαιρουμένης.
Η φαντασμένη Φλόρενς μπορεί να μην έχει την παραμικρή αίσθηση της αυταπάτης της, την έχει όμως ο καιροσκόπος μάνατζερ σύζυγός της, που, προκειμένου να συντηρήσει τα κεκτημένα, μια χαρά την εμπορεύεται με τον καλλιτεχνικό και καλλιτεχνίζοντα περίγυρό τους, τον πανέτοιμο, με το κατάλληλο αντίτιμο προς την τσέπη του, όχι απλά να συγκρατεί τα χαχανητά του στο άκουσμα των τσιρίδων της φάλτσο σοπράνο, αλλά και να χειροκροτεί ζητοκραυγάζοντας!
Πάντα επίκαιρο το θέμα της εξαγορασμένης υποκρισίας, δεν έχει πάψει να διαβρώνει το τερέν όχι μόνο της τέχνης αλλά και της πολιτικής (τυπικό παράδειγμα οι τακτικοί άρτοι και τα θεάματα στη σημερινή Βόρεια Κορέα). Κρίμα που ο Φρίαρς, ακαδημαϊκά περιγραφικός και ευθυγραμμισμένος με τη φαντεζίστικη χοντράδα που εκπέμπουν τα υποκείμενά του, αποτυγχάνει να το μελετήσει σε βάθος. Περιορίζεται στο απλό σχόλιο, και τα μόνα που μένουν τελικά από το φιλμ είναι το πικάντικο της περίπτωσης Τζένκινς, η περίτεχνη καλλιτεχνική διεύθυνση και οι ερμηνείες –το «σολάρισμα» της Στριπ, αλλά και η εγκράτεια του καλύτερου από ποτέ Χιού Γκραντ, που συνιστά και το πιο διακριτικό στοιχείο σε τούτη την υπερπληθωρική κομεντί (2016, Florence Foster Jenkins).