«Πολλοί συνάδελφοί μου λένε πως πρέπει να έχω συνηθίσει πια, μετά απ’ όσα έχω δει. Κάνουν λάθος. Πώς συνηθίζεις να βλέπεις νεκρά παιδιά, έγκυες γυναίκες;» Η συγκλονιστική μαρτυρία του Πιέτρο Μπάρτολο, του γιατρού από τη Λαμπεντούζα της Ιταλίας που για χρόνια κρατά στα χέρια του άψυχα ή στην καλύτερη περίπτωση καταταλαιπωρημένα κορμιά προσφύγων, συνοψίζει σε τρεις μόλις φράσεις την κορύφωση της χειρότερης τραγωδίας του καιρού μας, η οποία συνεχίζεται αμείωτη και εδώ, διαπερνώντας το Αιγαίο και τα διάσπαρτα camps στην ελληνική επικράτεια φτάνοντας ως τα κλειστά σύνορα.
Ο δικαιότατα βραβευμένος με Χρυσή Άρκτο στην πρόσφατη Μπερλινάλε, Τζιανφράνκο Ρόζι (και παλαιότερα με Χρυσό Λέοντα στη Βενετία για το «Sacro Gra»), αποτυπώνει στο πανί το ατελείωτο δράμα που εξυφαίνεται εδώ και χρόνια στις πλωτές πύλες εισόδου της Ευρώπης. Και το καταφέρνει υπέροχα σε κάθε επίπεδο, άλλοτε εμμέσως και άλλοτε κατά μέτωπο και συντριπτικά, πάντοτε όμως με συναίσθηση της σημασίας και της ευθύνης που κουβαλά μία τέτοιου είδους καταγραφή.
Το «Φωτιά στη Θάλασσα» (Fuocoammare, ο πρωτότυπος τίτλος) παίρνει το όνομά του από ένα παλιό ιταλικό τραγούδι και εστιάζει στην καθημερινότητα της Λαμπεντούζα, ενός μικροσκοπικού νησιού νότια της Σικελίας που εδώ και χρόνια αποτελεί μεταβατικό προορισμό ως επί το πλείστον για Αφρικανούς οι οποίοι αναζητούν πέρασμα στην Ευρώπη, με τη θάλασσα ωστόσο να αποδεικνύεται για χιλιάδες συνανθρώπους μας η τελευταία εικόνα που αντικρίζουν πριν βρουν το θάνατο, είτε από πνιγμό είτε από τις κακουχίες ενός μαρτυρικού ταξιδιού.
Με κάμερα διακριτική, σχεδόν αόρατη, ο Ιταλός ντοκιμαντερίστας γυρεύει πρωτίστως μέσα από την τυπική καθημερινότητα των ντόπιων την αντανάκλαση μιας εφιαλτικής πραγματικότητας, πριν στρέψει στοχευμένα το φακό στις βάρκες στοιβαγμένων ψυχών, στο τραγούδι τους, τις συνεχείς προσπάθειες διάσωσης, τις πρώτες ώρες των προσφύγων στην άκρη ενός άγνωστου τόπου που λέγεται Ευρώπη, μακριά από την εμπόλεμη κόλαση που άφησαν στον τόπο τους.
Ετσι, μέσα από τον 12χρονο Σαμουέλε που προτιμά να παίζει στα βράχια παρά να πηγαίνει σχολείο ή τη γιαγιά του, που καθώς μαγειρεύει ακούει στο ράδιο την τραγωδία που το προηγούμενο βράδυ έπιασε ο ασύρματος του λιμενικού, και που μεταβολισμένη πλέον τη λαμβάνει στη μορφή μιας «τακτοποιημένης» με αριθμούς θυμάτων είδηση, βλέπουμε να ξεπροβάλλει στην πιο αποτρόπαιη μορφή το θανατικό, μέσα από τις φαινομενικά αδιατάραχτες πτυχές της καθημερινής ζωής. Και η αλήθεια είναι πως μόνο ένας ντοκιμαντερίστας που έχει κατακτήσει την εκφραστική του ωριμότητα και εμπιστεύεται τη ματιά του μπορεί να προσεγγίσει ένα κοχλάζον, βαθιά ανθρωπιστικό και ασφαλώς πολιτικό ζήτημα με άμεση και ταυτόχρονα στοχαστική διάθεση, διαχωρίζοντας τη θέση του από εύκολους πλην όμως μαγνητικά ισχυρότατους συναισθηματισμούς.
Γιατί ακόμα και όταν ενσκύπτει σε εκείνη την εκ πρώτης όψεως απόμακρη με το προσφυγικό καθημερινότητα των κατοίκων της Λαμπεντούζα, ο Ρόζι βρίσκει τρόπο να συνθέσει από τα συστατικά της μια εξαίσια αλληγορική συνθήκη γύρω από τη θεματική του βάση. Όπως π.χ. συμβαίνει με τον Σαμουέλε και το αριστερό του μάτι, το οποίο υπολειτουργεί. Αυτό το «τεμπέλικο» – σύμφωνα με τον γιατρό – μάτι του πιτσιρικά που απαιτεί θεραπεία και προσπάθεια για να εντείνει τη λειτουργικότητά του, όπως κι εκείνο το πλάνο με την έκλειψη ηλίου προς το φινάλε, αποδεικνύονται τελικά οι πιο εύστοχες παραβολές πάνω στην αδυναμία της Ευρώπης να εστιάσει στο προσφυγικό προσφέροντας άμεση λύση, την ώρα που στις ακτές της ξεβράζονται πτώματα ανθρώπων που παλεύουν να διαφύγουν από εμπόλεμες ζώνες και ισοπεδωμένες πατρίδες, επιφυλάσσοντας στους «τυχερούς» του θαλασσοδαρμένου οδοιπορικού φράχτες και κλειστά σύνορα.