Μικρή σε φιλοδοξίες και ιδέες κωμωδία παρεξηγήσεων που προσπαθεί να κερδίσει τον θεατή στο ξεκίνημα χάρη στον αβανταδόρικο ρόλο του Σίμονς, ο οποίος μετά την αποθέωση του ως «κακός» πριν 2 χρόνια στο «Whiplash» παίρνει έναν αντίστοιχο ρόλο, σε πολύ πιο κωμικούς τόνους. Κάνει τον πατέρα μιας όμορφης κοπέλας που ο κάθε υποψήφιος φίλος της θα έτρεμε να γνωρίσει, λόγω της ψυχρής, στιβαρής και απόμακρης συμπεριφοράς του αλλά και της ακαθόριστης δουλειάς με την οποία ασχολείται και για χάρη της λείπει σχεδόν όλο το χρόνο.
Όταν κάποια στιγμή βρεθεί στο Λος Άντζελες και δεν μπορεί να εντοπίσει την συνήθως τακτική κόρη του, που δεν συνηθίζει να εξαφανίζεται χωρίς λόγο, θα βρει τον μοναδικό κοντινό της άνθρωπο που ξέρει, τον πρώην φίλο της (ένας Έμιλ Χιρς που από άλλοτε νέο μεγάλο ταλέντο του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, να μοιάζει σαν ένας ταλαιπωρημένος και υποτονικός Τζακ Μπλακ) που, χωρίς να το πολυθέλει, θα αναλάβει να τον συστήσει σε κοινούς φίλους ώστε να τη βρει, καταλήγοντας να πηγαίνουν από σπίτι σε σπίτι και αντί να διευκολύνονται από την κάθε απάντηση που παίρνουν, να μπερδεύονται ακόμη περισσότερο.
Όλο αυτό μοιάζει, και είναι, χαριτωμένο στο ξεκίνημα, χάρη και σε κάποιους μικρούς ρόλους που είναι πετυχημένοι, γρήγορα όμως αντιλαμβανόμαστε πως το σενάριο είναι γραμμένο στο πόδι και ευελπιστεί στους λαγούς που μπορεί να βγάλει από το καπέλο του ο Σίμονς. Χωρίς πραγματικό σασπένς και με καταστάσεις που επαναλαμβάνονται, το «Φοβού τον Πεθερό» μοιάζει εντελώς άγευστο, δύσκολο μεν να αντιπαθήσεις τις προθέσεις του αλλά μάλλον απίθανο να θελήσεις να ξαναδείς στο μέλλον.