Η πόρτα στο σπίτι του Μίκαελ (Λιόρ Ασκενάζι) και της Ντάφνα (Σάρα Άντλερ) χτυπά. Πίσω της στέκονται δύο στρατιωτικοί, έτοιμοι να ανακοινώσουν στο ζευγάρι ότι ο γιος τους που υπηρετεί την θητεία του είναι νεκρός. Η Ντάφνα στο άκουσμα των τραγικών νέων χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια της ενώ ο Μίκαελ, απηυδισμένος από τις υπερβολικές εκδηλώσεις πένθους των συγγενών και από την γραφειοκρατεία της στρατιωτικής υπηρεσίας, βυθίζεται σ’ ένα αυτοκαταστροφικό παραλήρημα θυμού. Ακόμη βέβαια, δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το αδιανόητο μπαράζ ανατροπών που πρόκειται να ακολουθήσει, οι οποίες συγκρίνονται σε σουρεαλισμό μόνο με τις στρατιωτικές εμπειρίες του παιδιού του.
Στο «Foxtrot», όπως και στον «Λίβανο» που προηγήθηκε, το πολιτικό σχόλιο του Μαόζ είναι αιχμηρό, γενναίο και διεισδυτικό.
Καθώς τα παραπάνω συμβαίνουν στην εμφανώς στιλιζαρισμένη πρώτη πράξη, η δεύτερη επικεντρώνεται στην καταγραφή των εμπειριών του νεαρού Γιόναταν σε ένα απομακρυσμένο συνοριακό φυλάκιο. Εκεί, μια παρέα πέντε αγοριών που έχουν αναγκαστεί να υπηρετήσουν την πατρίδα τους, βιώνουν τον υπαρκτό σουρεαλισμό μιας καθημερινότητας σε έναν μη-τόπο, που περιλαμβάνει κουβέντες για την ζωή εκτός στρατού, χορευτικές φιγούρες σε φόξτροτ ρυθμούς, περιπλανώμενες καμήλες και σπανιότερα, διερχόμενα αμάξια με Άραβες. Ακόμα και αυτή η ρουτίνα τελικά διαταράσσεται, όταν ένας τυπικός νυχτερινός έλεγχος στο αυτοκίνητο μιας παρέας Αράβων παίρνει, αναπάντεχα, διαστάσεις τραγωδίας. Στην τρίτη πράξη, ο Μαόζ συνοψίζει το φιλμ του προτιμώντας να υπογραμμίσει την ισχύ του πεπρωμένου στις ζωές των ανθρώπων και εισάγοντας στην ταινία του την έννοια της νέμεσις. Αυτή, ίσως, είναι και η πιο αμφιλεγόμενη επιλογή του, η οποία σε συνδυασμό με το ελαφρώς αμήχανο φινάλε, πιθανόν να διχάσει το κοινό αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαγράψει τα συνολικά επιτεύγματα της ταινίας.
Συμπερασματικά, αν κάτι προκύπτει εύλογα από την μέχρι τώρα φιλμογραφία του Μαόζ είναι ότι ο ίδιος ανήκει σε εκείνη την κατηγορία κινηματογραφιστών που προτιμούν να αλιεύουν την θεματολογία τους από μια δεξαμένη προσωπικών βιωμάτων. Η δική του είναι σαφώς πλούσια και βαθιά, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ισραηλινός δημιουργός χρειάστηκε 20 χρόνια να ολοκληρώσει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο καθώς -μεταξύ άλλων- συμμετείχε στον πόλεμο του Λιβάνου ως σκοπευτής σε άρμα μάχης.
Στο «Foxtrot», όπως και στον «Λίβανο» που προηγήθηκε, το πολιτικό σχόλιο του Μαόζ είναι αιχμηρό, γενναίο και διεισδυτικό. Ένα οικογενειακό κειμήλιο που σταδιακά μετατρέπεται από θρησκευτικό βιβλίο σε περιοδικό ερωτικού περιεχομένου και εν τέλει σε βιβλίο κόμικ, αποτελεί το υπέροχο σεναριακό εύρημα που χρησιμοποιεί ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης για να σκιαγραφήσει τρεις ολόκληρες γενιές ανθρώπων. Με αφετηρία τους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, τις εμπειρίες που αυτοί μετέδωσαν στα παιδιά τους και το πως τελικά διαμορφώθηκε το τοπίο για αυτούς που ακολούθησαν, το «Foxtrot» χορογραφείται γύρω από έναν κύκλο πόνου, συλλογικών τραυμάτων, θυμού και αίματος, ο οποίος παραμένει ακόμα ανοιχτός. Και αυτό γιατί ένας λαός που βίωσε την ανείπωτη τραγωδία του Ολοκαυτώματος δεν έχει βρει ακόμη την απαιτούμενη ψυχραιμία να απεγκλωβιστεί από την θλίψη του παρελθόντος και να χειριστεί τα καυτά πολιτικά ζητήματα του παρόντος. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο η Υπουργός Πολιτισμού του Ισραήλ έσπευσε να χαρακτηρίσει την ταινία ως αντιισραηλινή και αυτό ακριβώς υποδηλώνει ότι ο Μαόζ τα κατάφερε εξαιρετικά.