Το τι απαιτήσεις οφείλει κανείς να έχει πλέον από τη σύγχρονη αμερικανική κωμωδία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το χιούμορ που του αρέσει να απολαμβάνει. Αν είναι λάτρης του πνευματώδους, της φινέτσας και της καλαισθησίας, τότε το πιθανότερο είναι ότι έχει εγκαταλείψει προ πολλού την αίθουσα. Αν η προτίμησή του συνοψίζεται στη χονδροειδή πλάκα και το αμφίβολο γούστο, τότε είναι πολύ πιθανό να μην έχει αντιληφθεί ότι, εδώ και καιρό, το συγκεκριμένο (και πάλαι ποτέ λαμπρό) κινηματογραφικό είδος περνάει κρίση.
Προς τιμήν του, το «Game Night» δεν ανήκει εξ ολοκλήρου στη δεύτερη κατηγορία. Είναι σποραδικά διασκεδαστικό, δεν παίρνει τον εαυτό του στα σοβαρά (κι έτσι δεν βρίσκεται υποχρεωμένο να δικαιολογήσει τις πλείστες αναληθοφάνειες και ασυναρτησίες της πλοκής) και για το μεγαλύτερο μέρος του φροντίζει ώστε τα αστεία του να βρίσκουν αποδέκτη. Αποτελεί, παρ’ όλα αυτά, ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα μοντέρνου αμερικανικού χιούμορ το οποίο προσπαθεί να χτίσει μια ολόκληρη ταινία γύρω από μια δελεαστική ιδέα, την οποία αδυνατεί να υποστηρίξει σεναριακά μέχρι τέλους, και από προικισμένους πρωταγωνιστές που χρησιμοποιούν το ταλέντο τους ως αντιπερισπασμό, ώστε το κοινό να μην αντιληφθεί πόσο μέτριο είναι το υλικό πάνω στο οποίο καλούνται να δουλέψουν.
Xαρακτηριστικό παράδειγμα μοντέρνου αμερικανικού χιούμορ, το οποίο προσπαθεί να χτίσει μια ολόκληρη ταινία γύρω από μια δελεαστική ιδέα…
Ευτυχώς, λοιπόν, που το «Game Night» ξεκινά με ένα χαριτωμένο εύρημα στο οποίο ένα παντρεμένο ζευγάρι με αδυναμία στα επιτραπέζια παιχνίδια και οι φίλοι τους καλούνται κάποιο βράδυ να επιλύσουν τον γρίφο μιας μυστηριώδους απαγωγής η οποία, όπως πολύ γρήγορα καταλαβαίνουν, δεν ήταν σκηνοθετημένη αλλά πραγματική. Η ταινία έχει επιπλέον την τύχη να ερμηνεύεται από την Ρέιτσελ Μακ Άνταμς και τον Τζέισον Μπέιτμαν, δυο ηθοποιούς με μπρίο και ζηλευτό κωμικό τάιμινγκ οι οποίοι κατορθώνουν να υπερπηδήσουν αρκετά από τα κατασκευασμένα γκαγκ που τους πλαισιώνουν.
Το δίδυμο των Τζόναθαν Γκόλνστιν και Τζον Φράνσις Ντάλεϊ κινηματογραφεί με γρήγορους ρυθμούς οι οποίοι αφήνουν ελάχιστα περιθώρια για να συνειδητοποιήσει κανείς τις απιθανότητες που παρακολουθεί ή τις φορές όπου οι επί οθόνης καταστάσεις φλερτάρουν ξεδιάντροπα με την ανοησία. Δυστυχώς, όμως, όσο επαρκείς φανερώνονται πίσω από την κάμερα, άλλο τόσο ξεκρέμαστοι μένουν σύντομα από ένα σενάριο που ξεμένει από εμπνεύσεις, καταφεύγει σε ευκολίες και μοιάζει μάταια να γυρεύει ένα φινάλε της προκοπής.