Η ιστορία των Stooges και του φλογερού τραγουδιστή και μπροστάρη τους, η εποχή που η ροκ μουσική ετοιμαζόταν να πραγματοποιήσει την χωρίς εισιτήριο επιστροφής βόλτα της στην άγρια πλευρά, η άνοδος, πτώση και επάνοδος ενός συγκροτήματος βαθιά καθηλωμένου στις έννοιες του sex, drugs and rock'n'roll και ο πειρασμός του να γυρίζεις ένα μουσικό biopic, χωρίς να σέβεσαι απαραιτήτως τους θεμελιώδεις κανόνες του.
Όλα αυτά βάλθηκε να φέρει εις πέρας ο Τζιμ Τζάρμους στο ντοκιμαντέρ του, ανεβάζοντας αισθητά την ένταση του volume και προσδίδοντας μια πρόσκαιρη μαξιμαλιστική αντίληψη στο σινεμά του, την ίδια χρονιά που κυκλοφορεί το χαμηλόφωνο, σχεδόν ανεπαίσθητο «Paterson», κλείνοντας μέσα του τις γνώριμες και αγαπητές ιδιοσυγκρασίες μιας αυθεντικά προσωπικής ταινίας από τον ασπρομάλλη σκηνοθέτη.
Μια παλλόμενη από ενέργεια κατάθεση για το πώς η αυτοκαταστροφική διάσταση της ροκ μουσικής είναι άρρηκτα δεμένη με τη δυνατότητα της αναγέννησης και του μεγαλείου και για το πώς μια παρέα από φτωχόπαιδα, χωρίς κανένα ορατό μέλλον, μπόρεσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της μια θέση στην αιωνιότητα.
Με το «Gimme Danger» δεν θα μπορούσε, παρ' όλα αυτά, να συμβεί αλλιώς, δεδομένου ότι ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με ένα από τα πιο εκρηκτικά και επιδραστικά συγκροτήματα της μουσικής, τους Stooges και τη σιδερένια γέφυρα που έχτισαν προκειμένου να γίνει το πέρασμα από το garage και το ροκαμπίλι κατευθείαν στο πανκ, στα τέλη της δεκαετίας του '60.
Πλαισιώνοντας την περιπετειώδη ιστορία της μπάντας με ένα εξαιρετικό αρχειακό υλικό και εκτενείς σκηνές από τις εκρηκτικές συναυλίες τους, με εύστοχες πολιτιστικές αναφορές, με συνεντεύξεις όλων σχεδόν των μελών της μπάντας (που, στο σύνολό τους, έχουν εγκαταλείψει πλέον τη ζωή) και με βασικό ξεναγό του έναν απίθανο Ίγκι Ποπ, και τις αφοπλιστικές εξομολογήσεις του απέναντι στην κάμερα, ο Τζάρμους υποχωρεί ευγενικά μπροστά στην σαρωτική οπτικοακουστική επέλαση των Stooges
Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο το συναρπαστικό ντοκιμαντέρ που περιμένει κανείς να δει, για ένα θρυλικό γκρουπ και μια ακόμη πιο μυθική περίοδο για το σύνολο της ποπ κουλτούρας, αλλά μια παλλόμενη από ενέργεια κατάθεση για το πώς η αυτοκαταστροφική διάσταση της ροκ μουσικής είναι άρρηκτα δεμένη με τη δυνατότητα της αναγέννησης, της μεταμόρφωσης και του μεγαλείου και για το πώς, μόνο στην Αμερική, μια παρέα από φτωχόπαιδα χωρίς κανένα ορατό μέλλον μπόρεσε να εξασφαλίσει για τον εαυτό της μια θέση στην αιωνιότητα.