Οι αδελφοί Σάφντι δεν σπαταλούν καρέ και από το πρώτο πλάνο της ταινίας μας συστήνουν τον μακράν πιο ενδιαφέροντα χαρακτήρα της, τον Νικ Νίκας, ένα νεαρό με φανερές δυσκολίες στην κατανόηση και την επικοινωνία. Να σημειώσουμε εδώ, ότι τον Νικ υποδύεται ο ίδιος ο Μπεν Σάφντι, σε μια εσωτερική και εντυπωσιακής ακρίβειας ερμηνεία η οποία αναδεικνύεται και ως το highlight του φιλμ. Ο Νικ βρίσκεται εν μέσω μιας συνεδρίας με έναν ψυχολόγο όταν ο Κόνι (Ρόμπερτ Πάτινσον) εισβάλλει στο δωμάτιο και με φωνές προτρέπει τον αδερφό του να τον ακολουθήσει έξω από το κτήριο του ιδρύματος που βρίσκονται.
Η συνέχεια βρίσκει τα δύο αδέρφια να καλύπτουν τα πρόσωπά τους με μάσκες οι οποίες παραπέμπουν σε πρόσωπα Αφροαμερικανών (σε ένα λιτό αλλά εύστοχο κλείσιμο του ματιού για το πως διαχειρίζεται ο μέσος όρος τα στερεότυπα) και να μπουκάρουν σε μια τράπεζα την οποία προσπαθούν να ληστέψουν με τους πιο ερασιτεχνικούς όρους. Όταν τελικά βγαίνουν από το υποκατάστημα κρατώντας μια τσάντα γεμάτη δολάρια επιβιβάζονται στο αυτοκίνητο του συνεργού τους και απομακρύνονται καθώς τα περιπολικά καταφθάνουν στο σημείο. Λίγες στιγμές αργότερα, ένας μηχανισμός -που εν αγνοία τους βρίσκεται μέσα στον σάκο- εκρήγνυται και αυτόματα τα χρήματα αλλά και οι ίδιοι καλύπτονται από ροζ μπογιά. Το ανθρωποκυνηγητό που ξεκινά έχει ως αποτέλεσμα την σύλληψη του Νικ από την αστυνομία. Ο Κόνι καταφέρνει να ξεφύγει αλλά πλέον το μόνο που τον απασχολεί είναι να εξασφαλίσει 10 χιλιάδες δολάρια, το ποσό δηλαδή που απαιτείται για να πληρώσει την εγγύηση του Νικ.
Αν και διαθέτει αρκετές δυνατές στιγμές που μαρτυρούν το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των δημιουργών του δεν καταφέρνει να επιβεβαιώσει τελικά τις προσδοκίες…
Από αυτά που συμβαίνουν στο πρώτο εικοσάλεπτο του «Good Time» αλλά και με όσα διαδραματίζονται στην συνέχεια, οι Σάφντι καθιστούν σαφές ότι εδώ υπογράφουν ένα θρίλερ καταδίωξης χρησιμοποιώντας τα βασικά εργαλεία του είδους, φιλτραρισμένα μέσα από ένα προσωπικό arthouse πρίσμα. Άρτια φωτογραφημένο και με στακάτο μοντάζ, το «Good Time» δικαιολογημένα μοστράρει την γοητευτική παλπ αισθητική του η οποία βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με το υπέροχο σάουντρακ του Oneohtrix Point Never. Ένα σάουντρακ που θα ήταν ακόμη πιο αποτελεσματικό και θα είχε δραματουργική αξία αν είχε χρησιμοποιηθεί πιο επιλεκτικά μέσα στην ταινία.
Αν κάπου σκοντάφτει τελικά το φιλμ των Σάφντι, είναι σε κάποιες σεναριακές επιλογές που το οδηγούν σε μονοπάτια πιο ασφαλή αλλά ταυτόγχρονα και περισσότερο αναμενόμενα. Μετά το πρώτο εικοσάλεπτο, το «Good Time» επικεντρώνεται αποκλειστικά στον χαρακτήρα του Κόνι (ο Πάτινσον στον ρόλου του είναι απλά διεκπεραιωτικός) και ξεχνάει εντελώς αυτόν του Νικ, που θα μπορούσε να χαρίσει στην πλοκή την ιντριγκαδόρικη διάσταση που μάλλον της λείπει. Επίσης κάποιες αφηγηματικές ευκολίες όπως ένα μονταζιακό φλάσμπακ με voice over που επιστρατεύεται για να μας φανερώσει μέσα σε λίγα λεπτά το back story ενός δεύτερου χαρακτήρα, θα μπορούσαν να είχαν παραλειφθεί. Συνολικά το «Good Time» αν και διαθέτει αρκετές δυνατές στιγμές που μαρτυρούν το αδιαμφισβήτητο ταλέντο των δημιουργών του δεν καταφέρνει να επιβεβαιώσει τελικά τις προσδοκίες που με επιμέλεια καλλιεργεί στο πρώτο του μισό.