Η Βαλέσκα Γκρίζεμπαχ υπογράφει μια επίκαιρη δημιουργία για την Ευρώπη του σήμερα, τις προκαταλήψεις που απορρέουν από την ιστορική μνήμη, αλλά και όλα όσα μένουν χαμένα στη μετάφραση μέσα σε μια Ένωση πολλών ταχυτήτων. Το φιλμ που έκανε πρεμιέρα στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα του περασμένου Φεστιβάλ Καννών αποσπώντας ιδιαίτερα κολακευτικές κριτικές, μας μεταφέρει στην καρδιά των σύγχρονων Βαλκανίων, μέσα από ένα σκηνικό που επιχειρεί να ανοίξει διάλογο με τους κώδικες του αμερικανικού γουέστερν.
Καθώς μια ομάδα Γερμανών εργατών αναλαμβάνει ένα έργο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, η ένταση με τους ντόπιους ανεβαίνει. Ένας από τους εργάτες, ο μοναχικός Μάινχαρντ, δείχνει διάθεση να ξεπεράσει τις προστριβές που ξεκινούν από τη νοοτροπία ανωτερότητας που χαρακτηρίζει τους ομοεθνείς του καθώς και τους συνειρμούς που ξυπνά η παρουσία τους εκεί.
Η Γερμανίδα σκηνοθέτις σκιαγραφεί την «αποστολή» των εργατών στη νότια Ευρώπη με μία αμφισημία ανάλογη με εκείνη με την οποία επενδύεται η λεγόμενη αλληλεγγύη του ανεπτυγμένου βορρά προς τον φτωχό νότο. Οι παραπομπές στο ιστορικό υπόβαθρο που όρισαν το είδος του γουέστερν είναι εμφανείς, με το κύριο μέρος της δραματουργίας να εκπορεύεται από την απόσταση που χωρίζει τον πρωταγωνιστή Μάινχαρντ από τον ανταγωνιστή του (Βίνσεντ), τον επικεφαλής της ομάδας ο οποίος αναλαμβάνει το ρόλο του «κακού».
Ο πρώτος ενσαρκώνει το δίκαιο και την προοπτική της γεφύρωσης, μέσα από τη σχέση που προσπαθεί να χτίσει με δύο κομβικούς δευτεραγωνιστές της ταινίας: μία δυναμική ντόπια και ένα άλογο. Ο δεύτερος πάλι, συμβολίζει τον ανορίωτο κυνισμό της εξουσίας η οποία δεν αναγνωρίζει τίποτα πέρα από την εκπλήρωση ενός σκοπού που διέπεται από χαρακτηριστικά κυριαρχικά. Με αυτούς ως βάση και το συμβολικά πλούσιο πλαίσιο που τους περιβάλλει, η θεματική παλέτα του «Γουέστερν» έχει όλα τα φόντα να λειτουργήσει σε πολλαπλά επίπεδα. Όμως παρά τον ανοιχτό δίαυλο που διατηρεί με τα υπόλοιπα, το πρώτο επίπεδο είναι εκείνο που τελικά χωλαίνει.
Ένα δομικό πρόβλημα της ταινίας προκύπτει από την ανισορροπία ανάμεσα στον καλογραμμένο χαρακτήρα του Μάινχαρντ (ο οποίος θα μπορούσε άνετα να είναι π.χ. ήρωας της Κλερ Ντενί) και τον Βίνσεντ, ο οποίος περιχαρακώνεται πίσω από τη στερεοτυπία ενός τυπικού θρασύδειλου «κακού». Όχι τυχαία, η σχέση ανάμεσα στον Μάινχαρντ και το άλογο που βρίσκει στο χωριό χτίζεται επαρκώς, για να ολοκληρωθεί όμως αργότερα μέσα από βολικές σεναριακές συμπτώσεις, από τη στιγμή που στην μπαίνει στη μέση ο Βίνσεντ. Ανάλογες συμπτώσεις και αναμενόμενες στροφές της πλοκής (όπως η εντελώς «ξερή» διαχείριση του επεισοδίου με το πηγάδι που υδροδοτεί το χωριό) αγκυλώνουν τον κατά τα άλλα υποσχόμενο κόσμο του «Γουέστερν», αποτρέποντας τελικά την ενδιαφέρουσα απόπειρα της Γκρίζεμπαχ από το να απογειωθεί στο τρίτο και κρισιμότερο μέρος της ιστορίας.