Υπάρχει μια ωραία φράση στα αγγλικά η οποία κουμπώνει με το πνεύμα της ταινίας, λειτουργώντας παράλληλα ως λογοπαίγνιο για τον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους το νεότερο, το πρόσωπο πίσω από την περιβόητη υπόθεση που αναβιώνει εδώ. Το «beat around the bush» να αποδίδεται στα ελληνικά ως υπεκφεύγω, αποφεύγω να απαντήσω σε μια ερώτηση ή ροκανίζω το χρόνο. Στο «Truth» του Τζέιμς Βάντερμπιλτ, ο παραπάνω ιδιωματισμός περιγράφει κατάλληλα το πώς ένα ολόκληρο σύστημα έθεσε στο στόχαστρο τους δημοσιογράφους που λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 2004 δημοσιοποίησαν στοιχεία αναφορικά με το σκιώδες παρελθόν του (τότε προέδρου) Μπους, τον καιρό που θήτευε στις ένοπλες δυνάμεις, αντί να ασχοληθεί ψύχραιμα με την ίδια την αποκάλυψη. Δηλαδή καταπιάστηκε με τα περί της ουσίας αντί για την ουσία αυτή καθεαυτή.
Το βράδυ της 8ης Σεπτεμβρίου 2004 και ενώ η προεκλογική μάχη μεταξύ Μπους-Κέρι για τον προεδρικό είναι στο νήμα, ο παρουσιαστής CBS Νταν Ράδερ (Ρόμπερτ Ρέντφορντ) αποκάλυψε μέσω της εκπομπής 60 Minutes πως ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος είχε χρησιμοποιήσει γνωριμίες προκειμένου να μη στρατολογηθεί για τον πόλεμο του Βιετνάμ. Από την επόμενη κιόλας μέρα ο ενθουσιασμός των συντελεστών της εκπομπής για τη δημοσιογραφική επιτυχία πάγωσε, αφού τόσο ο Ράδερ όσο και η πολύπειρη παραγωγός του δελτίου ειδήσεων του δικτύου, Μέρι Μέιπς (Κέιτ Μπλάνσετ), είδαν έκπληκτοι τα έγγραφα που προσκόμισαν να απορρίπτονται ως πλαστά και τις πηγές τους αναξιόπιστες.
Το φιλμ δεν καταπιάνεται ακριβώς με το προφανές, την αλήθεια δηλαδή πίσω από το ρεπορτάζ, αλλά προχωρά και στο ποιος ασχολείται – ή ενδιαφέρεται να ασχοληθεί πραγματικά – με την αλήθεια
Εκ πρώτης όψεως, το «Truth» τρέχει μια ακαδημαϊκή αφήγηση, όπου τα κοντινά καδραρίσματα στους πρωταγωνιστές, οι πιασάρικοι στα όρια της τηλεοπτικής επιτήδευσης διάλογοι και η ανάλογη, χειριστική μουσική επένδυση επιφορτίζονται με το να πουν την ιστορία παίρνοντας απλώς το μέρος των Ράδερ, Μέιπς και της ομάδας τους, προεξοφλώντας παράλληλα την «αλήθεια» της είδησής τους. Μόνο που το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βάντερμπιλτ, σεναριογράφου θυμίζουμε του «Zodiac», αποδεικνύεται πολύ πιο πονηρό. Αρχής γενομένης από την εισαγωγική σκηνή που μας συστήνει τη Μέιπς ενώ βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, έπειτα από τα προσεκτικά τοποθετημένα flashbacks και φυσικά από τους ίδιους τους ιδιόμορφους χρόνους της ταινίας. Με το πρώτο 45λεπτο να αφιερώνεται πλουσιοπάροχα στο – επιμελές υποτίθεται – χτίσιμο του επίμαχου ρεπορτάζ, μόνο και μόνο για πυρποληθεί κάθε σιγουριά που μπορεί να γεννήθηκε ως το σημείο αυτό σε μία και μόνη σκηνή.
Αυτή όμως δεν είναι η μόνη πονηριά του «Truth». Άλλωστε ακόμα και ο τίτλος κρύβει τη δική του: το φιλμ δεν καταπιάνεται ακριβώς με το προφανές, την αλήθεια δηλαδή πίσω από το ρεπορτάζ, αλλά προχωρά και στο ποιος ασχολείται – ή ενδιαφέρεται να ασχοληθεί πραγματικά – με την αλήθεια. Με το ερώτημα φυσικά να μην εξαντλείται σε όσους αμφισβήτησαν από την πρώτη στιγμή την εγκυρότητα της αποκάλυψης (έχοντας ή όχι πολιτική ατζέντα εν όψει των εκλογών), αλλά να αγγίζει τόσο τη δημοσιογραφική ομάδα (που κάποια στιγμή κυνήγησε deadline για να βγάλει την εκπομπή στον αέρα το συντομότερο δυνατό), όσο και τη διοίκηση του δικτύου του CBS που άδειασε με χαρακτηριστική άνεση τους ανθρώπους της υπό το βάρος του να χρεωθεί ένα αμφισβητούμενο ρεπορτάζ που μπορούσε να κρίνει τον επόμενο Αμερικανό πρόεδρο.
Όταν (και όποτε) καταλαγιάζουν τα βιολιά και πριν πάρουν αχρείαστα τη σκυτάλη τα slow motion στο φινάλε, το «Truth» πιάνει μερικές περιστασιακές συγγένειες με το περίφημο «Network» του Λιούμετ, ενώ έχει τον Ρέντφορντ σε ρόλο που παρά το υπαρκτό υπόβαθρο δεν παύει να παραπέμπει στην εμβληματική παρουσία του χαρισματικού αυτού ηθοποιού/σκηνοθέτη στο «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Πάκουλα. Η προερχόμενη από τα κινηματογραφικώς ζωηρά αμερικανικά 70s αναβίωση ενός ευρύτερου προβληματισμού πάνω στην ισχύ και το ρόλο της λεγόμενης τέταρτης εξουσίας, προσδίδει στο φιλμ του Βάντερμπιλτ χαρακτηριστικά πολιτικού θρίλερ και δράματος. Παράλληλα, και σε αρμονία με τα παραπάνω σημεία αναφοράς, ο πεσιμισμός του «Truth» έρχεται να βρει αντίβαρο σε εξάρσεις σαρκασμού, οι οποίες αφορούν κυρίως στις ηθελημένα στομφώδεις ατάκες του Ράδερ. Κι αυτό το τελευταίο είναι ακόμα ένα σημείο -αφαιρουμένης φυσικά της ίδιας της ιστορίας- το πώς η τηλεόραση και οι υπερβολές της τρυπώνουν έξυπνα στο σώμα της ταινίας.
Χωρίς να διεκδικεί για λογαριασμό του περιθώρια ουσιαστικής αποδέσμευσης από τον ακαδημαϊσμό που αναφέραμε προηγουμένως, το «Truth» παίζει το σίγουρο χαρτί των ερμηνειών. Η Μπλάνσετ μεταμορφώνεται με παροιμιώδη φυσικότητα σε μια γυναίκα εντός της οποίας αντιπαλεύουν ο δυναμισμός και η ευαλωτότητα, ενώ έχει πάνω της έναν κομβικής σημασίας δίλεπτο μονόλογο λίγο πριν το φινάλε που η κλάση της αρκεί για να απογειώσει. Ο Ρέντφορντ από την άλλη γίνεται για εκείνη πατέρας και μαζί ένα περιφερόμενο σχόλιο πάνω στο τέλος της παραδοσιακής δημοσιογραφίας στην εποχή του διαδικτύου. Πλάι τους όμως βρίσκεται ένα αξιοσέβαστο καστ, από τον Ντένις Κουέιντ (στο ρόλο του πρώην στρατιωτικού και νυν συνεργάτη των Μέιπς- Ράδερ) και την – εξαιρετική αλλά αδικημένη εδώ σε χρόνο – Ελίζαμπεθ Μος μέχρι τον Μπρους Γκρίνγουντ. Μέσω αυτών κυρίως, καθώς και των πονηρών επιλογών του Βάντερμπιλτ που λειτουργεί – καλώς μέχρι ένα σημείο – περισσότερο με τη γνώριμη για τον ίδιο λογική του σεναριογράφου παρά του σκηνοθέτη που θα τολμήσει να εκτεθεί, το «Truth» διατηρεί ένα ικανοποιητικό μέρος της εκρηκτικής ψυχής των αμερικανικών πολιτικών θρίλερ των 70s.