Η άνοδος και η πτώση αποτελούν τον γνώριμο θεματικό βατήρα, πάνω στον οποίο βασίζεται το φιλμ της πρωτοεμφανιζόμενης Στεφανί Ντι Τζούστο που προβλήθηκε στο Ένα Κάποιο Βλέμμα στις Κάννες και πριν λίγες εβδομάδες στη χώρα μας, ως η ταινία λήξης του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Η κινηματογραφική βιογραφία της χορεύτριας και συμβόλου της Μπελ Επόκ, Λόι Φούλερ (Σοκό), που έφτασε να σαγηνεύει με το ταλέντο της την Όπερα του Παρισιού πριν δει την καριέρα να καταρρέει – μαζί με το σώμα της – μετά τη γνωριμία της με την Ισιδώρα Ντάνκαν (Λίλι Ρόουζ Ντεπ), προσεταιρίζεται τα χαρακτηριστικά μιας ταινίας που προσκολλάται σε τέτοιο βαθμό στην ιδιοσυγκρασία του προσώπου που σκιαγραφεί, σε σημείο να χάνει το δρόμο προς κάθε άλλη πιθανή διάσταση.
«Η Χορεύτρια» επί της ουσίας αρχίζει και τελειώνει στην ιστορία της Φούλερ, μιας ξεχασμένης πια αρτίστας, και αυτή ακριβώς η λήθη που περιέβαλε το διάττων αστέρι της είναι που τράβηξε το ενδιαφέρον της Ντι Τζούστο να ασχοληθεί μαζί της, ψάχνοντας τα πώς και τα γιατί με άξονα τον άνθρωπο που βυθίζεται μαζί με τα όνειρά του.
Πέρα από αυτό, προκύπτουν επιγραμματικά οι συνήθεις νύξεις περί της διασημότητας και του τιμήματος που τη συνοδεύει, ή της εύθραυστης φύσης της επιτυχίας και του κινδύνου της μονομανιακής προσκόλλησης σ’ αυτή. Και λες και πλήττεται από αυτή την ίδια τη μονομανία που μοιάζει να τυραννούσε τη Φούλερ (αν πιστέψουμε την ταινία πάντα) καθώς προσπαθεί να γραπωθεί από το μόνο πράγμα που νοηματοδοτούσε την ύπαρξή της, η Ντι Τζούστο αφήνεται ατυχώς στο αμφίβολο ταλέντο της Σοκό, για να εκμαιεύσει τίποτα περισσότερο από μία υπερβολική, πέρα ως πέρα άνιση ερμηνεία.