Περίπου ένα χρόνο πριν, στις Κάννες, το «Closeness» του Καντεμίρ Μπαλάγκοφ βρέθηκε στο στόχαστρο πολλών – και όχι άδικα, παρά το γεγονός ότι κατέληξε να φεύγει από το φεστιβάλ με το βραβείο της FIPRESCI στις αποσκευές του. Ο θόρυβος προκλήθηκε εξαιτίας του σοκαριστικού υλικού που εμφανίζονται να παρακολουθούν η νεαρή πρωταγωνίστρια Ιλάνα με την παρέα του φίλου της, το οποίο δείχνει Τσετσένους να σφάζουν στο γόνατο Ρώσους αιχμαλώτους. Πρόκειται για αβάσταχτα σκληρές εικόνες που δυστυχώς είναι πραγματικές, τραβηγμένες σε κάποιο χωριό της Τσετσενίας το ‘98, με τον θεατή της ταινίας να εκτίθεται σε αυτό το snuff ιντερλούδιο δίχως προειδοποίηση και το χειρότερο, δίχως το συγκεκριμένο υλικό να προσφέρει οτιδήποτε στην εξέλιξη της ταινίας. Το παραπάνω ας σημειωθεί πως το γράφει κάποιος που έχει αρκετά δοκιμασμένο στομάχι για να αντέξει από τις κλειτοριδεκτομές του Τρίερ στον «Αντίχριστο» μέχρι το «Ολοκαύτωμα των Κανιβάλων».
Αφαιρουμένου ωστόσο αυτού του σοβαρότατου φάουλ στο οποίο υποπίπτει ο Μπαλάγκοφ, πρέπει να πούμε πως το φιλμ του 27χρονου σήμερα Ρώσου σκηνοθέτη διαθέτει μια σαφή νατουραλιστική δυναμική, υπογραμμισμένη από το στενό κάδρο που αγκαλιάζει με συνεχή κοντινά τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Κυρίως της Ντάρια Ζόβναρ, η οποία είναι το κεντρικό πρόσωπο και μαζί η αποκάλυψη της ταινίας. Παίζει την Ιλάνα, μια ατίθαση νεαρή γύρω στα 25 που ζει με την οικογένειά της στην πόλη Νάλτσικ, στους πρόποδες του Καυκάσου, εν έτει 1998, στα χρόνια δηλαδή όπου ο απόηχος των συγκρούσεων στη γειτονική Τσετσενία εξακολουθεί να κλυδωνίζει τη μετα-σοβιετική Ρωσία. Η οικογένειά της θα δοκιμαστεί, όπως και η συνοχή της κλειστής κοινότητας των Εβραίων στην οποία ανήκει, όταν ο μικρότερος αδερφός της Ιλάνα, ο Ντέιβιντ, θα απαχθεί μαζί με την αρραβωνιαστικιά του. Καθώς τα λύτρα είναι πολλά και η πώληση του συνεργείου αυτοκινήτων που διατηρεί ο πατέρας της δεν αρκεί για την αποπληρωμή, η Ιλάνα θα κληθεί να ζυγίσει αν μπορεί να θυσιάσει τις επιθυμίες της στο βωμό του οικογενειακού καθήκοντος.
Αν κάτι αφήνει η ταινία είναι αφενός αυτή η σκληρή αναμέτρηση της Ιλάνα με το «ανήκειν» και αφετέρου η ντοκιμαντερίστικης υφής αμεσότητα στην κινηματογράφηση.
Η έγγραφη δήλωση του γεννημένου στο Νάλτσικ σκηνοθέτη που εμφανίζεται στην αρχή της ταινίας, κάνει λόγο για μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, δίνοντας έτσι το στίγμα μιας δουλειάς που προσομοιάζει σε μια προσωπική κατάθεση. Αν κάτι μένει όμως από το «Closeness», πέραν της εκπληκτικής πρωταγωνίστριας που θυμίζει κάτι σε Ρωσίδα Κρίστεν Στιούαρτ ή της παρεξηγήσιμα φορτισμένης σχέσης που έχει με τον αδερφό της, είναι αφενός αυτή η σκληρή αναμέτρηση της Ιλάνα με το «ανήκειν» και αφετέρου η ντοκιμαντερίστικης υφής αμεσότητα στην κινηματογράφηση.
Ως προς το πρώτο μέρος, η Ιλάνα έχει να διαβεί μια διαδοχή απότομων συνειδητοποιήσεων που περνούν από την κρυφή σχέση της με μέλος μιας «ξένης» κοινότητας, μία αυταρχική μάνα που υποτάσσεται στα «θέλω» της δικής τους κοινότητας και μια διαρκή αναζήτηση του ποιοι είναι τελικά οι «Δικοί της Άνθρωποι», όπως αναφέρει και ο ελληνικός τίτλος της ταινίας. Ως προς το δεύτερο, πάλι, είναι τόση η ένταση που με φυσικότητα χτίζει στα πλάνα του ο Μπαλάγκοφ – ακόμα και όταν αυτά προτάσσουν τα στερεοτυπικά θεμέλια των διλημμάτων της Ιλάνα, που είναι να απορεί κανείς πώς διάολο αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ένα τόσο σκληρό και ευαίσθητο ντοκουμέντο σαν αυτό που αναφέραμε στην αρχή. Σίγουρα πάντως, η δική του εξήγηση πως αποτελεί μέρος του υλικού στο οποίο είχε και ο ίδιος εκτεθεί απροειδοποίητα όταν ήταν μικρός φέρνοντάς τον για πρώτη φορά σε επαφή με τον θάνατο, είναι ελάχιστα πειστική. Άλλωστε και η ταινία του αυτή καθεαυτή, λίγο έχει να κάνει με τον θάνατο.