Σε τούτη την παράξενη όσο και μαγευτική σκηνοθετική ακροβασία του Πάμπλο Αγιουέρο μεταξύ Ιστορίας και μύθου, η Εβίτα Περόν κυκλοφορεί ως πτώμα κυριολεκτικά στο πρώτο ήμισυ και ως φάντασμα μεταφορικά σε όλη τη φιλμική διάρκεια δια μέσου τριών ιστοριών που τις συνδέει η αφήγηση ενός αντιπερονικού αξιωματικού του 1976.
Στην πρώτη, ένας ταριχευτής ετοιμάζει με υπέρτατο σεβασμό και ακρίβεια το άψυχο σώμα της πρώτης κυρίας της Αργεντινής, το 1952. Στη δεύτερη, ένας χουντικός λοχαγός καλείται να φυγαδεύσει το πτώμα-σύμβολο σε απόρρητη τοποθεσία, παρέα με έναν νεαρό στρατιώτη, το 1956. Και στην τρίτη, τοποθετημένη στα 1969, επαναστάτες απαγάγουν τον Στρατηγό Αραμπούρου ζητώντας να τους αποκαλύψει τα κατατόπια της σωρού.
Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με την κατάφορτη σε σύμβολα ταινία-κόνσεπτ ενός στιλίστα. Ο οποίος, ωστόσο, φροντίζει να ηλεκτρίζει με χαρακτηρολογικές λεπτομέρειες και δραματικές εντάσεις το κάθε ξεχωριστό κεφάλαιο του έργου του και να τα δένει όλα αρμονικά στο φάσμα του σταθερά παλλόμενου αποτυπώματος τούτης της «αγίας των φτωχών» στη μαζική αργεντίνικη συνείδηση.
Μια σύνοψη της σύγχρονης αργεντίνικης πολιτικής ιστορίας ιδιότυπη, απαιτητική, όσο και άκρως γοητευτική.