Είναι μερικά έργα που μοιάζουν με ενόχους ειδεχθών εγκλημάτων – δικαιούνται κι αυτά μια κανονικής, πειθαρχημένης υπεράσπισης. «Η Οικουγένεια» δεν είναι δα ένοχη ειδεχθών εγκλημάτων, σαν κάτι άλλες που άνετα δικαιούνται ένα ειδικό δικαστήριο, σε κάνει όμως να σκέφτεσαι πράγματα που δεν της χαρίζονται.
Είναι παλιομοδίτικο έργο η «Οικουγένεια», πράγμα όχι αυτόχρημα άσχημο, είναι όμως με την παρωχημένη έννοια παλιομοδίτικο. Είναι λίγο σα να βλέπεις μια ταινία με τον Τάσο τον Γιαννόπουλο που έκανε πάντα τον βλάχο σαν Χατζηχρήστος του φτωχού στης τριτοτέταρτης διαλογής παλιές ελληνικές ταινίες. Στις οποίες κάποιος έρχεται απ’ το χωριό και διδάσκει στους πρωτευουσιάνους γιατί το χωριό (κι οι ρίζες κι η οικογένεια) είναι καλύτερα απ’ ό,τι κάνουν οι πρωτευουσιάνοι.
Και το πρόβλημα εδώ δεν είναι ούτε οι ρίζες, ούτε η οικογένεια. Είναι ο τρόπος. Γιατί υπάρχει το λαϊκό σινεμά κι υπάρχει και το σινεμά που είναι κάτι σαν τις ειδήσεις και τα μεσημεριανά των καναλιών: Φτιαγμένο για να μιλάς μαζί του φωναχτά, να λες «α μπράβο πες τα» στην οθόνη, να βρίζεις τους χαρακτήρες που δεν σ’ αρέσουν. Το σινεμά το λαϊκίστικο σαν προεκλογική καμπάνια επίδοξων πρωθυπουργών. Άλλο ο «Κλέφτης των Ποδηλάτων» κι άλλο ο «Λαμπρούκος Μπαλαντέρ». «Λαϊκά» ισχυρίζονται δημόσια και τα δυο πως είναι, αλλά το ένα βρίσκει τη δυσκολία, εξυμνεί τον άνθρωπο και ανυψώνει το ηθικό ενώ το άλλο σου χαϊδεύει τ’ αυτιά κλείνοντάς σου (διδακτικά) το μάτι πως «είναι οκ να ξεδίνουμε που και που και μεις οι απλοί άνθρωποι με καμμιά σαχλαμάρα». Το ένα δημιουργεί τον πολιτισμό που σαρακοτρώει το άλλο.
Έτσι και η «Οικουγένεια». Με τους ανθρώπους του χωριού έξω καρδιά, χαριτωμένους και ανθρώπινους (και στερεοτυπικά αφελείς) και τους αστούς υψηλόμισθους, ξύλινους, άχαρους και ασυναίσθητους (και στερεοτυπικά επιτήδειους), φτιάχνει ένα δίπολο που δεν αξίζει να συζητήσεις καν, ειδικά από τη στιγμή που το βασικό σου γούστο βλέπει τους πρώτους σαν μόλις προτιμητέα υποδείγματα του ανθρωπότυπου της υπηρέτριας που έπαιζε η Δέσποινα Στυλιανοπούλου – νάτες πάλι οι ελληνικές ταινίες.
Το χιούμορ απουσιάζει περίπου ολοκληρωτικά, πλην μιας σκηνή στο ντους που έχει μια ανάσα (μη φανταστείτε τίποτα πολύ) σωματικής κωμωδίας και του φινάλε των τίτλων τέλους (κατάλαβες) που ο προσβλητικά ανεκμετάλλευτος μέσα σε κακοσκηνοθετημένες χοντράδες Πιερ Ρισάρ, κάνει μια ευφορική επανεκτέλεση του «Que je t’aime» του Τζόνι Χάλιντεϊ, στον οποίον αφιερώνεται και το έργο (εύλογα, του άξιζε μια πολύ καλύτερη ταινία), η απόδοση των υποτίτλων παραδίδει τους διαλόγους των χωριατών σε…χωριάτικα ελληνικά (ανείπωτο μαρτύριο για ταινία μεγάλου μήκους) ενώ καθ΄όλη τη διάρκεια του έργου δεν παύεις να διερωτάσαι πως είναι δυνατόν τέτοια δείγματα εγχώριας λαϊκίστικης κινηματογραφίας να διανέμονται εκτός της άμεσα ενδιαφερόμενης χώρας.