Ούτε ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι δεν θα μπορούσαν να ονειρευτούν μία ομαλότερη, ή καλύτερα, θεματικά πληρέστερη μετάβαση του θρυλικού πια ιαπωνικού στούντιο Ghibli σε μια εποχή χωρίς τους μεγάλους συντελεστές του Ισάο Τακαχάτα και κυρίως Χαγιάο Μιγιαζάκι. Στην πραγματικότητα, αυτή η μετάβαση μοιάζει σαν να μην έγινε ποτέ. Σαν να συνεχιστήκαν όλα από εκεί οπού οι δύο από τους σημαντικότερους «πατέρες» του σύγχρονου animation τα είχαν αφήσει. Βάζοντας για λίγο στην άκρη το σχεδιασμό, η ουσία τελικά παραμένει η ίδια.
Οι θρύλοι και τα λαϊκά παραμύθια που μοιάζουν να ξεπηδούν βαθιά μέσα από σκονισμένους αιώνες, γεμάτα στοχασμούς αδιανόητους, απόκοσμη ομορφιά και κυρίως ατέλειωτο συναίσθημα, δεν είναι άλλο από κυήματα της φαντασίας αυτών που με την καλλιτεχνική τους δημιουργικότητα έχουν αποδείξει αναντίρρητα ότι αυτό που λέμε (ίσως υποτιμητικά) «κινούμενο σχέδιο» είναι έργο ζωής, έργο ανυπολόγιστης πολιτιστικής άξιας, έργο βαθυστόχαστης περιπλάνησης και προσωπικού βασανισμού. Η επιτυχία λοιπόν του νέου πονήματος των οραματιστών από την Ανατολή έρχεται τόσο φυσιολογικά, αλλά και τόσο υπέροχα να προστεθεί στη λίστα εκείνων των ταινιών που χωρίς πολλές υποδείξεις, μιλούν από μόνες τους, με τη δική τους διαφωτιστική φωνή.
O Ολλανδός Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ, στο ίδιο μήκος κύματος με το προ 16 χρόνων οσκαρικό μικρού μήκους δημιούργημά του «Πατέρας και κόρη», σκηνοθετεί με τόλμη και θάρρος ένα λεπτεπίλεπτο και χωρίς λόγια έργο τέχνης, ακολουθώντας (σε ένα πολύ πρώτο επίπεδο ανάγνωσης) την ιστορία ενός αμφιβόλου προέλευσης ναυαγού, που προσπαθεί να επιβιώσει σε ένα έρημο νησί στο οποίο -χωρίς να ξέρεις πώς- κατέληξε. Δίχως να υπάρχει λόγος να αποκαλύψεις τίποτε άλλο, αρκείσαι απλά να επισημάνεις ότι ο σκηνοθέτης, συνυπογράφοντας το σενάριο μαζί με τον Πασκάλ Φεράν, στήνει την αφήγηση σε μια σειρά από μικρά «θαύματα» πάνω στα οποία, με ανάγλυφη θαρρείς φυσιολογικότητα, βασίζεται η περαιτέρω εξέλιξή της, βυθίζοντας κι εμάς μαζί με αυτήν όλο και περισσότερο στο βασίλειο της αλληγορίας. Αποδεικνύοντας για μία ακόμη φορά την κομψότητα των στούντιο στο να παραθέτουν με απλότητα βαθύτατους υπαρξιακούς συλλογισμούς, το μικρό νησί στη μέση του πουθενά μοιάζει να αποδομείται στα βασικά και αρχέγονα συστατικά του, μετατρεπόμενο σε ήχους από βήματα στο χορτάρι, σε άνεμο και κύμα που αντηχούν έρρυθμα, σε άναρθρες κραυγές του απελπισμένου πρωταγωνιστή που ξεσπούν τόσο σπάνια όσο για να αποκτήσουν ιδιαίτερη αξία και σημαντικότητα.
Η ιστορία πάντως, μοιάζοντας με παραμύθι τόσο απλό και απόλυτο, σαν να υπήρχε από καταβολής του κόσμου, φαίνεται να παραχωρεί τα περισσότερα στο οπτικό υπερθέαμα των μινιμαλιστικών εικόνων του ντε Βιτ. Απαθανατίζοντας το νησί τόσο με λήψεις κοντινές, σχεδόν νατουραλιστικές, όσο και με εναέριες, προσωποποιεί το δράμα αλλά και ταυτόχρονα υπερβαίνει τον ίδιο τον άνθρωπο ως οντότητα, μιλώντας γλυκά για κάτι που τον ενώνει με το φυσικό κόσμο που τον περιβάλλει, ή καλύτερα τον κόσμο στον οποίο ενσωματώνεται. Μετά από όλα αυτά, η απόκοσμη ανατροπή της πλοκής, όπως και η συμβολική εξέλιξη της, μοιάζουν φυσικά επακόλουθα, τοποθετημένα με τέτοια συναισθηματική ακρίβεια και πανανθρώπινη απήχηση που δεν χωρά παραπάνω ανάλυση.
Λένε πως μια εικόνα μπορεί να αξίζει όσο χίλιες λέξεις. Στην συγκεκριμένη περίπτωση χίλιες λέξεις δεν είναι αρκετές. Το βουβό animation που διακρίθηκε με Ειδικό Βραβείο στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του πρόσφατου Φεστιβάλ Καννών και κέρδισε το Βραβείο Κοινού και Ειδική Μνεία της κριτικής επιτροπής στις φετινές «Νύχτες Πρεμιέρας», τελικά μόνο βουβό δεν είναι. Οι σκέψεις του για την αιώνια πάλη με το ανεξήγητο που οδηγεί άλλοτε στον παράδεισο και άλλοτε στην καταστροφή, μοιάζουν να εγείρονται πιο ψηλά από τις ίδιες τις λέξεις.
Αφήνοντας την κινηματογραφική εμπειρία να σε κατακλύσει, σε σημείο που δεν μπορείς να αντέξεις άλλο πια, αναρωτιέσαι εάν τελικά πρόκειται για μια βαθιά φιλοσοφημένη ωδή στον κύκλο της ζωής και της ολοκλήρωσης, ή απλά για τη σύνθεση συναισθημάτων της σπαρακτικότερης ιστορίας αγάπης και αυτοθυσίας που έχεις δει να εικονογραφείται εδώ και καιρό στο σινεμά.