Ό,τι πιο εμφατικό και αισθητικά σαγηνευτικό πρόκειται να αντικρίσουμε στην νέα ταινία του ταλαντούχου Μεξικανού σκηνοθέτη του «Μετά τη Λουτσία» Μισέλ Φράνκο το έχουμε μπροστά μας ήδη από την υπέροχη εναρκτήρια σκηνή, στην οποία μια νεαρή γυναίκα σχεδόν κατατονικά ετοιμάζει φαγητό, την ώρα που στο διπλανό δωμάτιο ακούγονται διαρκείς ερωτικοί νεανικοί αναστεναγμοί. Η κάμερα σχολαστικά τοποθετημένη καταγράφει τη στιγμή, καθώς η πόρτα ανοίγει και η 17χρονη (κατάξανθη και αιθέρια) έγκυος Βαλέρια (Άννα Βαλέρια Μπεσερίλ), περιφέρεται γυμνή σαν μια άλλη Εύα σε έναν παράδεισο, στον οποίο η ηδονή όχι μόνο δεν είναι απαγορευμένη, αλλά ίσως να επιβάλλεται κιόλας.
Ο παράδεισος αυτός έχει τη μορφή ενός καλοκαιρινού τουριστικού θέρετρου στις ακτές του Μεξικού οπού κατοικεί και ο «Αδάμ» της ιστορίας, ο επίσης ανήλικος Ματέο. Οι δυο τους δείχνουν τόσο ερωτευμένοι, τόσο αφελώς σίγουροι γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί, που φαίνεται να μη δίνουν σημασία στην ετεροθαλή αδερφή της Βαλέρια η οποία μοιάζει να χάνεται στο μπαγκράουντ του σχεδόν ονειρικού παραθαλάσσιου σπιτιού. Η ειδυλλιακή κατάσταση της αναμονής της γέννησης του παιδιού τους αναμένεται να διαταραχθεί όταν η συνεσταλμένη Κλάρα, μη κρατώντας την υπόσχεση της απόκρυψης της εγκυμοσύνης της αδερφής της, τηλεφωνεί στη μητέρα τους Αμπρίλ (η εξαίσια Έμα Σουάρες της Αλμοδοβαρικής «Χουλιέτα») προτρέποντάς τη να τους επισκεφθεί. Αυτό που πρόκειται να επακολουθήσει στη συνέχεια, μοιάζει βγαλμένο από το αυστηρό και άκαμπτο σύμπαν του Μίκαελ Χάνεκε, που ξεδιπλώνεται απειλητικά αντηχώντας τις εκκωφαντικές σιωπές των ισοπεδωμένων οικογενειακών δεσμών των δημιουργιών του Αντρέι Ζβιάγκιντσεφ.
Αναστέλλοντας κάθε παρόρμηση για σαφή συναισθηματική συσχέτιση με το κινηματογραφικό του αντικείμενο, ο Φράνκο επιλέγει να τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε σταθερά και γεωμετρικά ισορροπημένα καδραρίσματα με ελάχιστα κοντινά, μεταδίδοντας έτσι μια αίσθηση αμεροληψίας απέναντι σε οτιδήποτε (φυσιολογικό ή παράλογο) πρόκειται να συμβεί στο φιλμ του. Αυτή του η απόφαση μοιάζει τελικά να προδιαγράφει και την σταδιακή μείωση του ενδιαφέροντος απέναντι στην ιδία την εξέλιξη της πλοκής, αφού τίποτε από τις ενστικτώδεις και βαθιά ελεγκτικές συμπεριφορές και πράξεις των ηρώων δεν αποδεικνύεται ικανό να σε κάνει, αν όχι να ταυτιστείς, τουλάχιστον να συμπάσχεις με την ανομολόγητη απόγνωση τους. Εκτός αυτού, η επεισοδική δομή της αφήγησης, όπως και η διαρκής μεταφορά της οπτικής της γωνίας από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο προσδίδουν μια ενοχλητική ασυνέχεια στο φιλμ, μετατρέποντάς το από μια υποτιθέμενη σπουδή χαρακτήρων και οικογενειακών συσχετισμών σε ένα ασύνδετο και μη αναπτυγμένο σωστά δράμα, που ξεκινά με έναν τρόπο, εξελίσσεται με έναν άλλο και ολοκληρώνεται με έναν τρίτο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνιστά η άστοχη καλλιτεχνική απόφαση του Φράνκο να ανακατέψει τη σεναριακή τράπουλα κάπου στη μέση της ταινίας, το οποίο απλά δυσκολεύει περισσότερο το έργο της ρεαλιστικότητας αλλά και της αποτελεσματικότητας καθεμιάς από τις ανατροπές που πρόκειται να επακολουθήσουν.
Η Σουάρες, η οποία τελικά μετατρέπεται σε βασική πρωταγωνίστρια του φιλμ, κάνει ό,τι μπορεί για να σώσει την παρτίδα -ίσως και να τα καταφέρνει σε στιγμές- στο ρόλο μιας υπόγεια δεσποτικής και χειριστικής μητέρας που αναζητά διαρκώς την επιβεβαίωση και θέλει να έχει μονίμως τον έλεγχο, όταν η γέννηση της εγγονής της θέτει σε λειτουργία την περίεργη και σταδιακά καταστροφική εσωτερική της ανανέωση. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι και η ερμηνεία της Μπεσερίλ, παρόλες τις αντιφατικές της συμπεριφορές, οι οποίες μπορούν αρκετά πειστικά να αποδοθούν στην άγνοια κινδύνου που τρέφει η νιότη. Το δράμα όμως που αργόσυρτα ξεδιπλώνεται κάτω από τον ήλιο και δίπλα στη θάλασσα του Πουέρτο Βαγιάτα (και στη συνέχεια της πόλης του Μεξικού) δεν φαίνεται να βρίσκει ποτέ το βηματισμό του, αφού η ταινία του Φράνκο μοιάζει περισσότερο με μια επιδέξια αλλά φλύαρη άσκηση ύφους, από την οποία καταλήγεις να μην περιμένεις τίποτε όταν πια φτάσει στο τέλος της.