Η Κυρία και το Φορτηγάκι

Ο Νίκολας Χάιτνερ αποτίει φόρο τιμής σε μια εκκεντρική προσωπικότητα που δεν έκανε τίποτε άλλο από το να φορτώνεται και να αποδοκιμάζει συνεχώς τους άλλους. Γι αυτό και ένα βαθύ, ειλικρινές βλέμμα της ή ένα χάδι από το γερασμένο και βρωμικό χέρι της αποκτούν μεγάλη σημασία και ειδική βαρύτητα.

Elle 16 Μαρ. 16
Η Κυρία και το Φορτηγάκι

Σχεδόν δεκαέξι χρόνια μετά την ερμηνεία της στην ομώνυμη θεατρική παράσταση, η σπουδαία ηθοποιός Μάγκι Σμίθ ενσαρκώνει για ακόμη μία φορά τη θρυλική κύρια Σέφερντ στην κινηματογραφική μεταφορά του ημιαυτοβιογραφικού έργου του Άλαν Μπένετ. Ο ίδιος ο θεατρικός συγγραφέας επιμελήθηκε την προσαρμογή στη μεγάλη οθόνη της ίσως πιο στοχαστικής δημιουργίας του, χτίζοντας ένα ενοχλητικό, καταπιεστικό άλλα και απόλυτα στοργικό πάρε-δώσε ανάμεσα στον ίδιο και την ανεκδιήγητη άστεγη που τον παρενοχλούσε, τον καταπίεζε και τελικά του έκανε τη χάρη να παρκάρει το μικρό και βρωμερό βανάκι της στην αυλή του σπιτιού του «προσωρινά» για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.

Στο ίδιο μήκος κύματος και ο σκηνοθέτης (και αρκετές φορές συνεργάτης του Μπένετ) Νίκολας Χάιτνερ, υπακούοντας στις συμβάσεις του βρετανικού γλυκόπικρου δράματος, περιγράφει συγκρατημένα μια οδυνηρή και ανθρώπινη σχέση ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες που παλεύουν με τις ενοχές τους, ζώντας ο καθένας για τους δικούς του λόγους στις κοινωνικές παρυφές της καθωσπρέπει οδού Κόμπτον του δυτικού Λονδίνου.

Ο σκηνοθέτης επιχειρεί να μεταφράσει με σεβασμό, το γρίφο που ακούει στο όνομα Μέρι Σέφερντ, υποβοηθούμενος από ένα σενάριο που ενίοτε στέκεται στις αιτίες και άλλες φορές στα αποτελέσματα αυτής της «ιδιαίτερης» συμπεριφοράς. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας πολύ σωστά στοιχεία του ίσως πιο ενδοσκοπικού και βαθιά αυτοαναφορικού έργου του θεατρικού συγγραφέα, αναζητά τους πραγματικούς λόγους για τους οποίους ο Μπένετ άφησε αυτό το «αντιπαθητικό αίνιγμα» σχεδόν να συγκατοικήσει μαζί του για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Οι βαθιές και ανομολόγητες σκέψεις του (κακέκτυπο ανεπαρκούς μητρικής σχέσης; χριστιανική ελεημοσύνη; βρετανική επίπλαστη ευγένεια; άλλοθι για τη μη παραδοχή της δικής του συναισθηματικής ανεπάρκειας; ή μήπως στυγνή συγγραφική εκμετάλλευση) αποτυπώνονται πάνω στους όξινους διαλόγους που ο πρωταγωνιστής κάνει με τον ίδιο του τον εαυτό.

Το κινηματογραφικό τρικ μοιάζει να αποδίδει, καθώς ο Μπένετ διχάζεται ανάμεσα στον συγγραφέα και τον άνθρωπο, καταλήγοντας να καβγαδίζει σαν γέρικο, παντρεμένο για χρόνια ζευγάρι, κατευθύνοντας έξυπνα και την ίδια την ταινία άλλοτε προς μια ιστορία για έναν δημιουργό και την ατέρμονη αναζήτηση του θέματός του και άλλοτε προς μια ουσιαστική και ισότιμη συσχέτιση με έναν άνθρωπο, βασισμένη στην άδολη και χωρίς ίχνος οίκτου ανθρώπινη συμπόνια.

Πέρα από όλα αυτά όμως, πολυτέλεια ακόμη και για το ίδιο το φιλμ παραμένει η Μάγκι Σμιθ. Παραδίδοντας ένα ρεσιτάλ αληθινής υποκριτικής, η σπουδαία ηθοποιός ενσαρκώνει υπέροχα αυτή τη γριά μάγισσα με το οδυνηρό παρελθόν (το οποίο ο σκηνοθέτης φροντίζει να παραθέσει σε ένα στιγμιότυπο σχεδόν από την αρχή του φιλμ) η οποία αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Η κύρια Σέφερντ δεν λέει ποτέ της ευχαριστώ, είναι αφοσιωμένη καθολική, αξιολογεί και βρίσκει ανικανοποίητο οτιδήποτε την περιβάλλει, ενοχλείται θανάσιμα από τη μουσική και διαρκώς μουρμουρίζει ότι είναι «πολυάσχολη γυναίκα».

Πλαισιωμένη από ένα παιχνιδιάρικο μουσικό θέμα (που μοιάζει ίσως λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε στο βαλς Νο 2 του Ντμίτρι Σοστακόβιτς) η Σμιθ παραδίδει μια απερίγραπτη περφόρμανς προσεγγίζοντας έναν πολύπλοκο χαρακτήρα που κάνει αισθητή την παρουσία του και ακόμη πιο αξιοσημείωτη την απουσία του. Φέρνοντας αντιφατικά στο μυαλό την εξίσου εξαιρετική ερμηνεία του Σερ Ίαν ΜακΚέλλεν στον «Κύριο Χολμς» του Μπιλ Κόντον, αποδεικνύει περίτρανα ότι οι πολύ δυνατές υποκριτικές ικανότητες έχουν το εσωτερικό χάρισμα να συντήκουν την τέχνη με την πραγματικότητα.

Συνοψίζοντας, το «H κυρία και το φορτηγάκι» πραγματεύεται μια ιστορία χωρίς μεγαλεπήβολες αξιώσεις που όμως επικεντρώνεται στα σωστά σημεία καταδεικνύοντας ότι η ζωή είναι συναρπαστική από μόνη της, χωρίς να χρειάζεται πολλές φορές τρομακτικές ανατροπές ή ανεξιχνίαστα μυστικά. Απαθανατίζοντας τον μανιερισμό αλλά και την ουσιαστική ευγένεια, ο Χάιτνερ στήνει μια σχεδόν θετική σκηνή, αφήνοντας τη Μάγκι Σμίθ να λάμψει, υποστηριζόμενη πολύ σωστά από τον Άλεξ Τζένινγκς στο ρόλο του θεατρικού συγγραφέα (ο οποίος παρεμπιπτόντως κάνει μια cameo εμφάνιση στο φινάλε).

Συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον πάνω σε μια απίθανη σχέση εκμετάλλευσης και προβολής, καυστικού χιούμορ, δυστυχίας αλλά και διστακτικής και ειλικρινούς ανθρωπιάς, το φιλμ συνιστά μια ενδιαφέρουσα ενδοσκόπηση για την ηλικία και τη μοναξιά προσφέροντας σίγουρα εγγυημένη ευχαρίστηση, κυρίως στους λάτρεις του είδους.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT