Η μάχη των φύλων υφίσταται εδώ και καιρό στο Χόλιγουντ με τις οργανωμένες κινήσεις των γυναικών του χώρου για ισότητα στους μισθούς. Ξεκινώντας από τον πύρινο λόγο της Πατρίσια Αρκέτ στην απονομή των Όσκαρ και φτάνοντας 2 χρόνια αργότερα στο σημείο που μια γυναίκα σκηνοθέτης ανέλαβε ένα πανάκριβο blockbuster με γυναίκα πρωταγωνίστρια και οι 2 τους πληρώθηκαν αδρά (και δίκαια) για την επιτυχία τους, καταλαβαίνουμε πως τα πράγματα αλλάζουν και σε αυτή την συνήθως συντηρητική βιομηχανία, σε μια περίοδο που η χώρα φοβάται ότι κεκτημένα δικαιώματα μπορεί να χαθούν και η πρόοδος δώσει τη θέση της στο πισωγύρισμα.
Στο πνεύμα αυτής της μάχης, η «Μάχη των Φύλων» έρχεται να μας θυμίσει, κυρίως διδακτικά, ένα γεγονός της πρόσφατης ιστορίας, όπου το ευγενές σπορ του τένις έγινε για λίγο αρένα στην οποία συγκρούστηκαν αντιλήψεις. Η ταινία εξιστορεί τα γεγονότα που μας οδήγησαν σε έναν αγώνα του 1973 μεταξύ του παλαίμαχου τενίστα Μπομπι Ριγκς και της νεαρής πρωταθλήτριας εκείνο τον καιρό Μπίλι Τζιν Κινγκ. Οι δυο τους δε βρέθηκαν αντίπαλοι λόγω κάποιου φιλανθρωπικού σκοπού, αλλά ως εκπρόσωποι των ιδεών τους με τον μεν Ριγκς να βλέπει ειρωνικά την πρόσφατη διεκδίκηση των γυναικών για ίσες αμοιβές στο άθλημα, ζητώντας τις βροντόφωνα να επιστρέψουν στην κουζίνα και την Κινγκ να μάχεται με άλλες συναδέλφους της για να πείσει έναν ακόμη αντροκρατούμενο χώρο πως οι καιροί έχουν αλλάξει.
Το σκηνοθετικό δίδυμο των Τζόναθαν Ντέιτον και Βάλερι Φάρις, που μας είχε δώσει πριν χρόνια το ανατρεπτικό «Little Miss Sunshine», μοιάζει να θέλει περισσότερο να καταγράψει, παρά να σχολιάσει τα όσα συνέβησαν πριν των αγώνα. Η Έμα Στόουν ως Μπίλι Τζι Κινγκ, είναι η ξεκάθαρη πρωταγωνίστρια, ως κορυφαία τενίστρια της εποχής, που αποσχίζεται από την εθνική ομοσπονδία τέννις, ως μπροστάρισα μιας μεγάλης ομάδας γυναικών που δε δέχονται να αμείβονται λιγότερο από τους άντρες συναδέλφους τους. Η κάμερα καταγράφει την προσπάθειά της να λειτουργήσει ως ηγέτης, να αποτελέσει σύμβολο για τα ίσα δικαιώματα, να παραμείνει παράλληλα καλή σύζυγος και να αναμετρηθεί σοβαρά με τα συναισθήματά της, όταν μια κομμώτρια την ερωτεύεται (η εξαιρετική Άντρεα Ράισμποροου), στην πιο ενδιαφέρουσα υποπλοκή της ταινίας.
Από την άλλη, το χιούμορ μέσα στο φιλμ υπάρχει κυρίως όταν χρειάζεται να υπερτονιστούν τα επιχειρήματα της άλλης πλευράς, με τον Καρέλ να έχει άνετα τον ρόλο ενός χοντρόπετσου άλλοτε αθλητή που βλέπει την όλη διεκδίκηση ως ανέκδοτο και προσπαθεί πρώτα να τη συντρίψει και δεύτερον να βγάλει περισσότερα λεφτά από αυτό. Η γελοία μορφή του χαρακτήρα του είναι και το ξεκάθαρο statement των σκηνοθετών πως ιστορία έδειξε ποιοι ήταν αυτοί που υποστήριξαν αναχρονιστικές ιδέες και καλώς βρέθηκαν ηττημένοι εντός και εκτός γηπέδου. Αντίστοιχα πάντως με την υποπλοκή της Κινγκ, ο Ριγκς μακριά από τις αγαπημένες του κάμερες φαίνεται ως ένας ανασφαλής και αβοήθητος άνδρας, που ζητά με διάφορους τρόπους την αγάπη και τη στήριξη της συζύγου του – η Ελίζαμπεθ Σου, που σπάνια την βλέπουμε πια σήμερα.
Οι υποπλοκές όμως παραμένουν στη δομή της ταινίας ως μικρά εργαλεία σχολιασμού και τίποτα παραπάνω, με την ταινία να ενδιαφέρεται για πιο πρακτικά πράγματα, όπως το να καταλάβει και ο τελευταίος θεατής ότι αυτή η μάχη συνεχίζεται 45 χρόνια αργότερα και ότι είναι καθήκον όλων να πάρουν θέση. Δίκαιο το αίτημα φυσικά, ξεκάθαρος ο στόχος για το ποια μάτια στο Χόλιγουντ πρέπει να το λάβουν υπόψην σοβαρότερα, αλλά τόση στρατολόγηση δεν είναι απαραίτητα και δομικό στοιχείο συναρπαστικού σινεμά, μάλλον το αντίθετο.