Η Μεγάλη Αναμονή

Ο Πιέρο Μεσίνα προσεγγίζει με αυστηρά κινηματογραφικούς όρους το θρήνο της απώλειας, αναγκάζοντάς σε να αναλογιστείς το «Δωμάτιο του Γιου μου» του Νάνι Μορέτι και να περιμένεις βαθιές και ουσιαστικές συναισθηματικές αποκαλύψεις, που όμως ποτέ τελικά δεν έρχονται.

Elle 26 Οκτ. 16
Η Μεγάλη Αναμονή

Ο τρόπος που ο καθένας διαχειρίζεται το χαμό ενός αγαπημένου, παρότι εν μέρει τοποθετείται σε συγκεκριμένα πλαίσια συμπεριφοράς, είναι τελικά μοναδικός. Οι σκέψεις, οι αναμνήσεις, τα συναισθήματα είναι τόσο ποικιλόμορφα που κάνουν την εμπειρία οδυνηρά προσωπική. Η πρώτη σκηνοθετική απόπειρα του βοηθού του Πάολο Σορεντίνο στη «Μεγάλη Ομορφιά» Πιέρο Μεσσίνα, αντιμετωπίζει μια τέτοια απώλεια με οπτικούς κυρίως όρους, χρησιμοποιώντας τα παράξενα δυναμικά που αναπτύσσονται όταν δύο γυναίκες με διαφορετικές συναισθηματικές ιδιότητες αντιδρούν στην απουσία του ίδιου άνδρα.

Μερικώς εμπνευσμένο από το θεατρικό έργο «Η Ζωή που σου έχω Δώσει» του Λουίτζι Πιραντέλλο, το φιλμ επικεντρώνεται στην ιστορία της Άννα, μιας Γαλλίδας που ζει στη Σικελία (Ζιλιέτ Μπινός) και μόλις έχει χάσει το γιο της σε ένα απροσδιόριστο ατύχημα, αλλά για κάποιον ασαφή λόγο αποφασίζει να κρύψει από την κοπέλα του (Λου Ντε Λαζ) που στο μεταξύ φτάνει στο σπίτι για να γιορτάσουν μαζί τις διακοπές του Πάσχα. Καθώς η ψυχολογικά ισοπεδωμένη μητέρα θρηνεί σιωπηλά το θάνατο του παιδιού της, προσπαθώντας παράλληλα να το «κρατήσει» μέσα στο σπίτι μέσω της νεανικής ορμής και άγνοιας της φίλης του, η ασταθής σχέση που δημιουργείται μεταξύ τους αναζητά την ψευδαίσθηση μιας (ίσως και υπερφυσικής) συνδετικής παρουσίας.

Ο Μεσσίνα προβάλλει μια σειρά από εικόνες εξαιρετικής ομορφιάς, -από τα σκοτεινά και οπισθίως φωτισμένα δωμάτια της ιταλικής βίλας που αντηχούν απόγνωση, και την άγρια, σχεδόν υπερβατική ομορφιά του φυσικού τοπίου, έως το μυστικισμό των καθολικών τελετουργιών- ζητώντας από τον θεατή να ανταποκριθεί στη στοχαστικότητα και το λυρισμό της (υπέροχης, το δίχως άλλο) κινηματογράφησης, συνδέοντας χωρίς υποδείξεις αυτό που βλέπει στην οθόνη με αυτό που βιώνει κυρίως ο κεντρικός του χαρακτήρας. Γυναικεία υπόσταση, μητρότητα και θρησκεία περιπλέκονται σε ένα σπείραμα συμβολισμών καθώς το Θείο δράμα, και μαζί με αυτό το προσωπικό δράμα των πρωταγωνιστών, κορυφώνονται. Οι αντιστοιχήσεις στη σύνθεση των πλάνων είναι κάτι παραπάνω από έκδηλες και οι αργές λήψεις με τα μακράς διάρκειας μονοπλάνα τονίζουν τη μαγευτική χρήση του χώρου από τη σκηνοθεσία, η οποία θαρρείς ότι βρίσκεται πάντα στο χείλος του ξεσπάσματος. Ωστόσο, οι αισθητικές επιλογές δείχνουν τόσο εντυπωσιακές που τελικά στρέφουν την προσοχή στον ίδιο τους τον εαυτό, τη στιγμή που ο σεναριακός πυρήνας του φιλμ αποδεικνύεται ελλιπής και προβληματικός.

Το έντονο στιλιζάρισμα δίνει μοιραία την αίσθηση ότι η ιστορία αποτελεί τελικά πρόσχημα για τον κινηματογραφιστή, αφού δεν παύεις να αναρωτιέσαι πώς είναι δυνατόν η νεαρή Ζαν να αγνοεί τα στοιχεία που τόσο ξεκάθαρα εντοπίζονται γύρω της, από τη στιγμή που και η ίδια η Άννα όχι μόνο δεν προσποιείται, αλλά ούτε βρίσκει αξιόπιστες δικαιολογίες. Συν τοις άλλοις, το φιλμ δεν απορρίπτει την ευθύγραμμη αφήγηση (που ίσως εν τέλει και να το απελευθέρωνε) αλλά ακροβατεί κάπου στο μεταίχμιο, επιχειρώντας να εξελίξει σχηματικά την πλοκή, στην ουσία όμως ξεχειλώνοντάς τη ως την αναμενόμενη κορύφωση, η οποία προδικάζεται σχεδόν από την εισαγωγή του. Το δε αργό τέμπο, δίνει πολλές υποσχέσεις για περισυλλογή χωρίς όμως να τις επιβεβαιώνει έως το τέλος, αφού αυτά που η ταινία υπονοεί αποτυπώνονται ορισμένες φορές με τρόπο αρκετά ασαφή και θολό, αποστασιοποιώντας το θεατή από το δράμα.

Καθώς οι δύο γυναίκες αλληλοσυμπληρώνουν τις πληροφορίες για αυτόν που περιμένουν ή αυτόν που έχασαν, είναι σχεδόν αδύνατο να μην σταθείς στην ικανότητα που έχει η Μπινός να αντικατοπτρίζει το βουβό θρήνο, εκφράζοντας σχεδόν τα πάντα με μικρές και απροσδιόριστες (άλλα γλαφυρότατες και σπαρακτικές) κινήσεις και μορφασμούς. Η σκηνή δε όπου η ίδια της ρουφάει κυριολεκτικά κάθε τελευταία αναπνοή του γιου της, προσπαθώντας να αισθανθεί την παρουσία του, δεν χωράει πολλά λόγια και περιγραφές. Κατά τα άλλα πάντως, «Η Μεγάλη Αναμονή» αφήνει την αίσθηση μιας ψυχρής και στιλιζαρισμένης άσκησης πάνω στην ψυχολογική ταυτοποίηση. Παρότι σε στιγμές στοιχειώνει με την απόλυτη, σχεδόν μυστηριακή σιωπή του, μοιάζει τελικά με ένα δημιούργημα που απομακρύνεται από την ουσία, γιατί ακριβώς θέλει απελπισμένα να αρέσει.

Ακολουθήστε το ELLE στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

Σχετικά θέματα:

MHT