Το νέο κεφάλαιο στη μακρά πορεία που ξεκίνησε το 1978 με το πρώτο «Halloween» του Τζον Κάρπεντερ, μας βρίσκει ακριβώς σαράντα χρόνια μετά το θρυλικό εκείνο σλάσερ που καθόρισε το είδος στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Αυτή ωστόσο δεν είναι η πρώτη φορά που το συγκεκριμένο franchise γιορτάζει επέτειο με ταινία. Συνέβη και πριν είκοσι χρόνια με το «Halloween H20», το οποίο κανείς δε θέλει να θυμάται. Πράγμα που σημαίνει ότι όσο ευπώλητη κι αν είναι η επετειακή συνθήκη, το θέμα πάντα θα καταλήγει στην ταινία και το γκελ που είναι ικανή να κάνει στο κοινό.
Η νέα «Νύχτα με τις Μάσκες» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν («Prince Avalanche») έρχεται με τις ευλογίες του Κάρπεντερ και με την Τζέιμι Λι Κέρτις να επιστρέφει στο ρόλο της Λόρι μετά το «Halloween: Resurrection» του 2002. Πρόκειται για απευθείας σίκουελ της ταινίας του 1978 που πιάνει την ιστορία σαράντα χρόνια μετά τα όσα συνέβησαν εκείνη την πρώτη «Νύχτα με τις Μάσκες», αγνοώντας οτιδήποτε έδειξαν οι ταινίες που μεσολάβησαν.
Η Τζέιμι Λι Κέρτις δε βρέθηκε τιμής ένεκεν στο πλατό, αλλά για να ενσωματώσει στο παίξιμό της κάθε λεπτομέρεια από την ανατριχιαστική υφή που έχουν οι ουλές ενός αξεπέραστου τραύματος.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο σήμερα, λίγες μέρες πριν τη γιορτή του Halloween και ο επί τέσσερις δεκαετίες έγκλειστος Μάικλ Μάγιερς ετοιμάζεται να μεταφερθεί σε νέο ίδρυμα. Η Λόρι Στρόουντ από την άλλη, ζει σε ένα σπίτι-φρούριο θέλοντας να είναι προετοιμασμένη για αυτό που θεωρεί αναπόφευκτο, την επιστροφή εκείνου που στιγμάτισε τη ζωή της. Όταν τελικά η μεταγωγή πάει στραβά, το απόλυτο «αναίτιο κακό» θα βρεθεί ξανά ελεύθερο, έτοιμο να σκορπίσει το θάνατο. Και φυσικά, απέναντί του θα βρεθεί για ακόμα μία φορά η Λόρι.
Ξεκινώντας να μιλάμε για το φιλμ του Γκριν, αξίζει να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο χτίζει την πλοκή, όχι απλώς μέσα από αναφορές στην πρώτη ταινία (που τέτοιες κάνει πολλές), αλλά κυρίως βασίζοντας την αφήγηση στη σχέση θύτη και θύματος. Όσο περνάει η ώρα είναι σαφές πως η Τζέιμι Λι Κέρτις δε βρέθηκε τιμής ένεκεν στο πλατό, αλλά για να ενσωματώσει στο παίξιμό της κάθε λεπτομέρεια από την ανατριχιαστική υφή που έχουν οι ουλές ενός αξεπέραστου τραύματος.
Η Λόρι του σήμερα είναι μια γυναίκα εξωτερικά ατσαλωμένη απέναντι απειλή που θεωρεί δεδομένα πως θα επιστρέψει, με το αντίτιμο όμως της οχύρωσης να είναι βαρύ. Έχει στην πλάτη δύο αποτυχημένους γάμους και κυρίως την απώλεια της κηδεμονίας της κόρης της, Κάρεν (Τζούντι Γκριρ), η οποία, μητέρα και η ίδια πια, θεωρεί τη μάνα της μια εμμονική φιγούρα που αρνείται να προχωρήσει. Όσο για τον Μάικλ Μάγιερς, η ταινία τον περιβάλλει με το γνώριμο μυστήριο του «αναίτιου κακού», ηθελημένα σιωπηρού και αφύσικα ακατάβλητου, όπως κάθε σωστός εφιάλτης οφείλει να είναι.
Η αυτονόητη έμφαση που δίνει το νέο «Halloween» στον ρόλο της Λόρι αφήνει άπλετο χώρο σε ένα βασικό στοιχείο των σλάσερ, τα πολλά και ανώνυμα θύματα του δολοφόνου για τα οποία κανείς από το κοινό δε νοιάζεται. Και εδώ, ο Γκριν τα ξεπαστρεύει μέσα από πραγματικά ωραίες σκηνές, τις οποίες ενίοτε γυρνά με μία λήψη, αφήνοντας τον θεατή να βιώσει περισσότερο τη ροή του εφιάλτη και να σταθεί λιγότερο στο πετσόκομμα με το κουζινομάχαιρο. Μια τεχνική που επίσης «χτίζει» ένταση, με αποκορύφωμα τη σκηνή όπου ο Μάγιερς μπαίνει αθόρυβα στο ένα σπίτι μετά το άλλο και σκοτώνει, την ώρα που η γειτονιά να γιορτάζει αμέριμνη το Halloween.
Γενικά η ταινία, σε αντίθεση με το σύνολο των προηγουμένων εγχειρημάτων, τιμά το πρωτογενές υλικό, ενώ προσφέρει αρκετές δυνατές στιγμές σε όσους αγαπούν το καλό σλάσερ. Στον αντίποδα, έχουμε ένα ξεκάθαρο miscast στην περίπτωση της Τζούντι Γκριρ, ένα αχρείαστο plot twist που έχει να κάνει με την απόδραση του Μάγιερς και μία τελική μάχη που δείχνει κάπως διεκπεραιωτική και σίγουρα λιγότερο ατμοσφαιρική σε σχέση με όσα έχουν οδηγήσει σε αυτή. Φυσικά δε λείπουν οι «αιματηρές» αναφορές, άλλες εμφανείς και άλλες πιο υπαινικτικές, που περιλαμβάνουν από τον «Σχιζοφρενή Δολοφόνο με το Πριόνι» μέχρι το «Jaws». Όμως ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν είχαμε πραγματικά ανάγκη ένα νέο «Halloween», ή πόσο μάλλον ακόμα δύο που μοιάζουν να βρίσκονται ήδη στα σκαριά.
Το ότι δεν το ζητούσε κανείς (ως κοινό) δε λέει από μόνο του κάτι. Στο παρελθόν έχουν προκύψει άλλωστε remakes ή σίκουελ που κανείς δε ζήτησε ή που πολλοί προεξοφλούσαν φιάσκο αλλά διαψεύστηκαν. Τρανό παράδειγμα το «Dawn of the Dead» του όσα πάνε κι όσα έρθουν Σνάιντερ, που κόντρα ακόμα και στο ανάθεμα του ίδιου του Ρομέρο αποτελεί μια αναπάντεχα ριζοσπαστική προσέγγιση στο ομώνυμο αριστούργημα του ‘78. Το νέο «Halloween» πάλι δεν «επαναστατεί» είτε για το είδος είτε για τον εαυτό του, δεν εκτίθεται όπως κάποια από τα παντελώς ανυπόληπτα προηγούμενα κεφάλαια της σειράς, προσπαθεί να κάνει κάτι ουσιαστικό με τον άφταστο μύθο της πρώτης ταινίας και εν γένει, το παλεύει. Τώρα, το αν αυτό είναι αρκετό, επαφίεται από κάποιο σημείο κι έπειτα στην κρίση του καθενός.