Περίπου τρεις δεκαετίες έχουν περάσει αφότου ο Σπάικ Λι διαγωνίστηκε για πρώτη φορά στο επίσημο πρόγραμμα των Καννών με το πολύκροτο «Κάνε το Σωστό» του 1989, ένα από τα ελάχιστα ατόφια αριστουργήματα του μοντέρνου αμερικανικού σινεμά,το οποίο εγκατέλειψε το Φεστιβάλ χωρίς- σκανδαλωδώς -κάποιο βραβείο. Δύο χρόνια αργότερα, διεκδίκησε ξανά χωρίς αποτέλεσμα τον Χρυσό Φοίνικα με τον (κατώτερο) «Πυρετό Ζούγκλας», και έκτοτε ο 61χρονος Σπάικ Λι υπηρέτησε μια συστηματικά άνιση σκηνοθετική καριέρα, στην πορεία της οποίας υπήρξαν αναμφίβολα αναλαμπές όπως το «Malcolm X» (1992), η «25η Ώρα» (2002) και το επικό ντοκιμαντέρ «When the Levees Broke» (2006).
Φέτος, 32 χρόνια μετά την πρώτη του μεγάλου μήκους δημιουργία, το χαριτωμένο «Από Κάποιον θα το Βρει» («She's Gotta Have it»), ο Λι κατορθώνει να δώσει μια πρόσκαιρη τονωτική ένεση στην εσχάτως προβληματική καριέρα του χάρη στο «BlacKkKlansman» και την απίστευτη ιστορία του Ρον Στόλγουορθ. Μοναδικός μαύρος αστυνομικός στο Κολοράντο Σπρινγκς της δεκαετίας του '70, ο νεαρός Στόλγουορθ κατάφερε να εισδύσει στα υψηλότερα κλιμάκια της τοπικής Κου Κλουξ Κλαν, όχι αυτοπροσώπως φυσικά, αλλά επιστρατεύοντας έναν λευκό και εβραϊκής καταγωγής συνάδελφό του!
Μια σαρκαστική κωμωδία, με σουβλερά δόντια, που υπηρετεί χωρίς ίχνος υπεκφυγής τη φορτισμένη πολιτική ατζέντα του δημιουργού της.
Στα όρια του σουρεαλιστικού ανεκδότου, όμως πέρα για πέρα αληθινή, η ιστορία αυτή αποτυπώθηκε από τον ίδιο τον Στόλγουορθ στο βιβλίο «Black Klansman» και έδωσε την έμπνευση στον Σπάικ Λι να επικαλεστεί για ακόμη μια φορά τις επιθετικά στρατευμένες αντιλήψεις του προκειμένου να αφηγηθεί μια από τις πιο παράτολμες επιχειρήσεις της αμερικανικής αστυνομίας στα χρονικά της δεκαετίας του '70, με σαφείς παραλληλισμούς σε ό,τι αφορά το σήμερα.
Έχοντας γίνει προ καιρού ο άτυπος (και πιο οργισμένος) εκπρόσωπος της μαύρης φυλής στη μεγάλη οθόνη, ο Λι αντιλήφθηκε πολύ σωστά εδώ ότι ο σοφότερος τρόπος για να προσεγγίσει ένα τέτοιας βαρύτητας και σοβαρότητας υλικό ήταν μέσω του χιούμορ και της ειρωνείας. Για τον λόγο αυτό μετέτρεψε το φιλμ του σε μια σαρκαστική κωμωδία, με σουβλερά δόντια, που υπηρετεί χωρίς ίχνος υπεκφυγής τη φορτισμένη πολιτική ατζέντα του δημιουργού της.
Το «BlacKkKlansman» προσφέρει θυμωμένη ψυχαγωγία με καθαρά mainstream όρους και γι΄αυτό η επιτυχία του στις αίθουσες είναι εγγυημένη. Με κωμικό οίστρο, ο οποίος όμως στιγμή δεν κρύβει τους τρόμους που ουσιαστικά περιγράφει, ο Λι τοποθετεί τη φλογερή ρητορεία του στο μηχανισμό μιας αστυνομικής πλοκής η οποία αναπαριστά τα πραγματικά συμβάντα την ίδια ώρα που προσπαθεί να θίξει ένα σωρό κρίσιμα ζητήματα, είτε πρόκειται για την κληρονομιά μίσους και τις εύθραυστες ισορροπίες των φυλετικών σχέσεων στη σύγχρονη Αμερική, είτε για τους συζητήσιμους τρόπους με τους οποίους η μαύρη εμπειρία έχει εκπροσωπηθεί στον κινηματογράφο (ξεκινώντας από τη «Γέννηση ενός Έθνους» του Γκρίφιθ), είτε για την πικρή ψευδαίσθηση όσων ευελπιστούν κατά καιρούς ότι το διεφθαρμένο Σύστημα μπορεί να χτυπηθεί εκ των έσω.
Γυρισμένο με σφιγμένες τις γροθιές, ένα πιο απαραίτητο από ποτέ κάλεσμα στην αφύπνιση.
Ο Λι πετυχαίνει μια αρμονική εξισορρόπηση των κωμικών με τα δραματικά στοιχεία, εκτοξεύει βέλη στους σωστούς στόχους, προσφέρει χιουμοριστική κάθαρση εκεί που χρειάζεται και αποσπά πρώτης τάξεως ερμηνείες από τους Άνταμ Ντράιβερ και Τζον Ντέιβιντ Γουόσινγκτον (γιός του Ντενζέλ). Είναι τόσο αποφασισμένος να τηλεγραφήσει με μεγάλα γράμματα τα μηνύματά του, παρ' όλα αυτά, ώστε συχνά υιοθετεί μια εκκωφαντική σε σημεία δημαγωγία, με αποκορύφωμα το φινάλε του. Εκεί, ο σκηνοθέτης ξεμπερδεύει με την πλοκή και στρέφεται στο σήμερα, ενώνοντας τα γεγονότα που έγιναν στο Κολοράντο Σπρινγκς του ΄70 με τις Ηνωμένες Πολιτείες του Ντόναλντ Τραμπ και τα βίαια επεισόδια του Σάρλτοσβιλ της Βιρτζίνια, πέρσι τον Αύγουστο, όταν οι συμπλοκές ανάμεσα σε νεοναζί εθνικιστές και φιλήσυχους διαδηλωτές στοίχισαν τη ζωή μιας γυναίκας.
Πρόκειται για μια εμπρηστική κατακλείδα-κατηγορώ, όπου πλέον η κωμωδία υποχωρεί, η πραγματικότητα παραβιάζει απότομα τη μυθοπλασία και ο Σπάικ Λι εξισώνεται σε προβοκάτσια με τον Μάικλ Μουρ. Από την άλλη, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «BlacKkKlansman», γυρισμένο με σφιγμένες τις γροθιές, είναι ένα πιο απαραίτητο από ποτέ κάλεσμα στην αφύπνιση. Με όλες τις αρετές και τα μειονεκτήματά του (κάποιες αφηγηματικές αρρυθμίες, σχετικά αδύναμη κλιμάκωση της δράσης), το φιλμ έρχεται να χρησιμεύσει ως ένα μικρό ηλεκτροσόκ, ένα επιβεβλημένο κωλοδάχτυλο σε μέρες όπου κάθε εφησυχασμός και κάθε ανοχή επιφέρουν κινδύνους. Μια ταινία διδακτική και εκκωφαντική, τοποθετημένη όμως στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.