Η πρωτότυπη ταινία κινουμένων σχεδίων «Η Πεντάμορφη και το Τέρας» της Ντίσνεϊ ήταν μία ιστορική στιγμή, τόσο για το animation, όσο και για την εταιρεία. Δυο χρόνια μετά τη «Μικρή Γοργόνα», την ταινία που σήμανε την επιστροφή του στούντιο στις μεγάλες επιτυχίες και κατοχύρωσε ένα μουσικό μοτίβο που στάθηκε καθοριστικό για μία ολόκληρη δεκαετία, η Ντίσνεϊ είδε για πρώτη φορά στην ιστορία της να προτείνεται στην οσκαρική πεντάδα των υποψηφίων για Καλύτερη ταινία. Μπορεί εκείνη τη χρονιά το Όσκαρ να πήρε η «Σιωπή των Αμνών», αλλά η «Πεντάμορφη» επιβεβαίωσε την αναγέννηση της Ντίσνεϊ και προλόγισε την εμπορική αποδοχή που θα ακολουθούσε.
Στην πρόσφατη μόδα που θέλει το συγκεκριμένο στούντιο να αναβιώνει κάθε κλασική ταινία του τεράστιου καταλόγου του, όπως π.χ. το «Βιβλίο της Ζούγκλας», τη «Σταχτοπούτα», την «Ωραία Κοιμωμένη» («Maleficent») και την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», μία «ιστορία τόσο παλιά, όσο ο χρόνος» θα έβρισκε αναπόδραστα το χώρο της στις διαστάσεις της μεγάλης οθόνης με το κατάλληλο, ζωντανό, ψηφιακό και τρισδιάστατο φρεσκάρισμα.
Η νέα «Πεντάμορφη» έχει το πρόσωπο της σοφιστικέ Έμα Γουότσον, «Τέρας» τον ανερχόμενο Νταν Στίβενς (βρετανική μεταγραφή από το «Downton Abbey»), ως θρασύ Γκαστόν τον βάρδο του «Χόμπιτ» Λουκ Έβανς, τον Κέβιν Κλάιν στο ρόλο του πατέρα της Μπελ, ενώ οι μαγεμένοι ένοικοι του κάστρου είναι μερικα από τα μεγαλύτερα και πλέον αξιοσέβαστα ονόματα ηθοποιών της Βρετανίας όπως οι Ίαν ΜακΚέλεν, Έμα Τόμσον και Γιούαν ΜακΓκρέγκορ. Τι μπορεί να πάει στραβά;
Με την ασφάλεια της δοκιμασμένης συνταγής (1991) και μετά την επιτυχημένη θεατρική διασκευή της (1994), η Ντίσνεϊ επιστρέφει την «Πεντάμορφη» ως ένα καλλιτεχνικό αντιδάνειο στο πανί με αυτούσια τα τραγούδια του Άλαν Μένκεν, του ανθρώπου που έδωσε μελωδική φινέτσα και λάμψη Μπρόντγουεϊ στις ταινίες της. Ο σκηνοθέτης Μπιλ Κόντον συνδυάζει τη σινεφιλική αναφορά («Θεοί και Δαίμονες»), τις ικανότητές του στο μιούζικαλ («Dreamgirls») και το μεγάλο θέαμα («Λυκόφως: Χαραυγή») και «γυαλίζει» την εικόνα της ταινίας. Όλα όμως υπαγορεύονται από τη δομή, τις ιδέες, τις μελωδικές φράσεις, το όραμα και τη μαγεία της αυθεντικής ταινίας. Η νέα «Πεντάμορφη» στην προσπάθειά της να είναι εξαιρετικά πιστή στην κινούμενη εκδοχή της, σε προσκαλεί να…Be Our Guest, και σου προσφέρει ξαναζεσταμένο πιάτο.
Η Μπελ της Έμα Γουότσον είναι μία «Ερμιόνη» που ασφυκτιά στο μικρό χωριό και βρίσκει την απόδραση στα θεατρικά του Σαίξπηρ και στα ιπποτικά, ρομαντικά μυθιστορήματα της εποχής. Η εμφάνιση, η κίνηση και το πρόσωπό της ολοκληρώνουν την εικόνα μιας νεαρής φεμινίστριας που θέλει να ορίσει τη ζωή της και η Γουότσον, που στο παρελθόν (κι εκτός «Χάρι Πότερ») έχει επιδείξει περιορισμένη ερμηνευτική γκάμα, εδώ είναι ιδανική επιλογή. Οι «διορθώσεις» βέβαια στη φωνή της μέσω auto-tune για τις ανάγκες των τραγουδιών είναι εμφανείς. Ενδεχομένως, ειδικά αν το χόλιγουντ ενδώσει στο νέο μετά-«La La Land» ρεύμα αναβίωσης του μιούζικαλ, οι υπεύθυνοι πρέπει να ξανασκεφτούν το ντουμπλάζ των διάσημων πρωταγωνιστών στα τραγούδια αν δεν έχουν την κατάλληλη εκπαίδευση (βλ. περίπτωση της θρυλικής Μάρνι Νίξον στα κλασικά «West Side Story», «Ωραία μου Κυρία», «Ο Βασιλιάς κι Εγώ» κλπ).
Ο Νταν Στίβενς (Τέρας) και το υπόλοιπο καστ, «ντυμένο» την περιβολή των αντικειμένων του κάστρου, δείχνει να διασκεδάζει ερμηνευτικά την εμψύχωση αγαπημένων χαρακτήρων όπως η Μαντάμ Τσαγερό (Τόμσον), ο Κύριος Τικι-Τάκα (ΜακΚέλεν) και Λιμιέρ (ΜακΓκρέγκορ). Οι φωνές τους περιβάλλουν την (ολομόναχη για το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας) Γουότσον και την «ζωντανεύουν» μέσα από το ψηφιακό ξεσκόνισμα της ταινίας, που τελικά δεν είναι παρά ένα animation νέας εποχής. Eκθαμβωτικό και ολοζώντανο είναι αλήθεια, αλλά χωρίς τη στόφα του «χειροποίητου» σκίτσου. Οι φωνές τους είναι οικείες, αλλά στο τραγούδι υπερτερεί χωρίς αμφιβολία η πληθωρική Μαντάμ Γκαρνταρόμπα που υποδύεται η θρυλική Οντρα Μακντόναλντ των έξι βραβείων Τόνι. Ο Λουκ Έβανς στο ρόλο του Γκαστόν, θέλει να βρει τις γκρίζες ζώνες σε έναν χαρακτήρα που είναι γραμμένος για να είναι άσπρο-μαύρο, οπότε βγαίνει σχετικά πιο συμπαθής από ό,τι χρειάζεται. Τελικά απομακρύνεται από τη μονοδιάστατη περσόνα του Γκαστόν, ο οποίος οφείλει να είναι απλά ένα στενόμυαλο, αλαζονικό ντούκι που έρχεται σε πλήρη αντιδιαστολή με το θηριώδες «Τέρας» του τίτλου.
Δηλωτική της λέξης υπερπαραγωγή σε κάθε καρέ, αυτή η «Πεντάμορφη» μέσα από τα μπαρόκ σκηνικά και τα οπερετικά κοστούμια που ενισχύουν την αίσθηση του παραμυθιού, επιστρέφει τις μαγευτικές μελωδίες του Άλαν Μένκεν με νέο υλικό την προσθήκη τριών τραγουδιών που αντικατέστησαν τα θεατρικά «Home», «Human Again» και «If I Can’t Love Her». Καθώς η ταινία εξελίσσεται (και η αίσθηση του deja-vu ενισχύεται) οι μικρές αλλαγές που προσφέρουν επιπλέον στοιχεία για το παρελθόν των ηρώων είναι ευχάριστες, δημιουργικές εκπλήξεις και σίγουρα τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της νέας εκδοχής. Μακάρι οι δημιουργοί να είχαν περισσότερο χώρο ώστε να ενισχύσουν τη φαντασμαγορία της αρχικής ταινίας και να μην παραδώσουν μία «πανέμορφη» αντιγραφή. Η ταινία βέβαια, αν λάβει κανείς υπόψη το ρεκόρ των εκατομμυρίων views του τρέιλερ τις πρώτες 24 ώρες κυκλοφορίας του, έχει ένα έτοιμο κοινό και αυτό είναι οι γονείς ηλικίας 30+ που θα οδηγήσουν τα παιδιά τους στην αίθουσα με σκοπό να μοιραστούν μαζί τους την εμπειρία που είχαν εκείνοι όταν ήταν παιδιά. Απλά η εμπειρία θα ήταν καλύτερη αν μία «ιστορία τόσο παλιά όσο ο χρόνος» γινόταν και μία ταινία τόσο μαγική, όσο η φαντασία.
Σημείωση: Οι ελληνικοί υπότιτλοι έχουν κρατήσει την αυθεντική απόδοση των στίχων της ελληνικής μεταγλώττισης του 1991 και μπορεί να αποσπάσουν την προσοχή σας στην αγγλική, πρωτότυπη εκδοχή. H νέα μεταγλώττιση στα ελληνικά με τους Aλεξάνδρα Λέρτα, Γιάννη Παλαμίδα, Άλεξ Παναγή, Δημήτρη Κοντογιάννη, Στρατή Στηλ, Χρήστο Θάνο, Αλέξη Ζερβάνο, Πένυ Δεληγιάννη, Λίλη Τέγου, Μάγκυ Χαραλαμπδίου, Αλέξανδρο Ντούνη, Τάσο Κωστή, Σία Κοσκινά είναι μία πολύ καλή τεχνικά και ερμηνευτικά απόδοση της ταινίας, με διακριτές και κατάλληλες φωνές.