Δεν ξέρω πόσοι φίλοι του μποξ υπάρχουν στην Ελλάδα, όμως φαντάζομαι δε θα υπάρχουν πολλοί που να γνωρίζουν την ιστορία του Φινλανδού πυγμάχου Όλλι Μάκι. Κάτι πολύ καλό στην περίπτωση της ταινίας του Γιούχο Κουοσμάνεν, αφού όποιος βρεθεί στην αίθουσα για χάρη της θα έχει την τύχη να αφεθεί σε μια ιστορία που παρακολουθείται καλύτερα χωρίς να ξέρεις τίποτα γι αυτήν και που συν τοις άλλοις είναι λίγο απ’ όλα, και μαζί τίποτα απ’ όσα ίσως θα περίμενες να δεις αν διάβαζες την υπόθεση. Εν μέρει βιογραφική, εν μέρει με θέμα το μποξ, ασφαλώς ιστορία αγάπης, φέρνει σε ντοκιμαντέρ χωρίς να είναι, το επιστρατεύει όμως απ΄ την πίσω πόρτα όταν σε μια φιλμ-μέσα-στο-φιλμ υποπλοκή, ένα κινηματογραφικό συνεργείο ακολουθεί τον φέρελπι Όλλι ετοιμάζοντας ντοκιμαντέρ με θέμα την προετοιμασία του πριν τον μεγαλύτερο αγώνα της καριέρας του. Όμως πέρα απ’ όλα αυτά, «Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλλι Μάκι» είναι μια έξυπνα φτιαγμένη ταινία που κρύβει μέσα της μπόλικη μαστοριά, αφηγηματική ωριμότητα και δεξιοτεχνία.
Είναι καλοκαίρι του ’62 και ο πυγμάχος Όλλι Μάκι (Γιάρκο Λάχτι) ετοιμάζεται να διεκδικήσει τον τίτλο του Πρωταθλητή Κόσμου από τον Αμερικανό κάτοχο του τίτλου, Ντέιβι Μουρ, τον οποίο και θα υποδεχτεί στο Ελσίνκι. Όλοι έχουν πέσει πάνω του, από τον πιεστικό μάνατζερ (Έρο Μίλονοφ) και τους ντόπιους χορηγούς που τον χρηματοδοτούν μέχρι τον Τύπο. Εν μέσω της κοπιώδους προετοιμασίας όμως, ερωτεύεται τη Ράιγια (Όνα Αϊρόλα). Και ο μάνατζερ επιμένει πως πρέπει να αφήσει τα ξεμυαλίσματα και να αφοσιωθεί στον αγώνα της 17ης Αυγούστου του 1962, την οποία μετά από χρόνια του εγγυάται πως θα θυμάται ως «την πιο ευτυχισμένη μέρα στη ζωή του».
Πάνω σε μια οπτικά ακαταμάχητη, χειροποίητη υφή του ασπρόμαυρου 16mm φιλμ στο οποίο ο Κουοσμάνεν αποτυπώνει το σκηνοθετικό ντεμπούτο του, ο Φινλανδός χτίζει ένα υβριδικής κινηματογραφικής φύσεως στόρι, συνεκτικά δεμένο ως προς τα επιμέρους συστατικά του, ώστε να λειτουργεί ανεξαρτήτως του πώς θα επιλέξεις να το προσεγγίσεις. Ως σοβαρή κωμωδία όπου βασιλεύει το υπόγειο, σκανδιναβικό χιούμορ, δουλεύει, ως δράμα που αλαφρώνει τεχνιέντως απ’ τις εμφανείς -τουλάχιστον για όσους έχουν μια μίνιμουμ σχέση με τα του αθλητισμού- δημοσιογραφικές και μανατζερικές γραφικότητες, υπερβολές και φανφάρες, επίσης. Και βέβαια, το ρομάντζο μεταξύ του Όλλι και της Ράιγια είναι αυθεντικά αγωνιώδες και μετέωρο, δεδομένων των συνθηκών μες στις οποίες φουντώνει, χωρίς ποτέ να καταφεύγει σε φορτισμένες δραματικές εξελίξεις προκειμένου να κατοχυρώσει το χώρο του σ’ ένα φιλμ φύσει και θέσει πολυσυλλεκτικό.
Έτσι, σε κάθε στιγμή της ταινίας μπορείς να γίνεις μέρος της, έτοιμος να αφουγκραστείς το βάρος που ο περίγυρος έχει εναποθέσει στις πλάτες ενός σαστισμένου απ’ την πίεση και τις προσδοκίες ανθρώπου. Όσο για τη σταθερά παρούσα ειρωνεία πάνω στο κυνήγι της πρωτιάς, το σαράκι του επαγγελματικού (πρωτ)αθλητισμού και τα συνεπακόλουθα κοινωνικά πρότυπα, η οποία πηγάζει από κάθε σκηνική συνύπαρξη μεταξύ του Όλλι και του μανατζέρ του, καταλήγει να είναι ένα δευτέρου επιπέδου σχόλιο πάνω σε κάθε ασφυκτική πατρική φιγούρα που φορά καπέλο στο παιδί της, δικές της φιλοδοξίες.
Ομολογουμένως το φιλμ του Κουοσμάνεν θέτει πολλά προς συζήτηση, από την οποία δε λείπουν -μέσα από μια διαδικασία αντανακλαστικής σύγκρισης έστω- και οι κινηματογραφικές θριαμβολογίες τύπου «Ρόκι». Αν δεχτούμε πως πράγματι έχει πρωτογενώς στόχο να τις αντιπαλέψει, το κάνει έξυπνα, βγαίνοντας τελικά νικητής. Κυρίως επειδή ο ήρωάς του, ιδανικά αποτυπωμένος στην αντιηρωική φιγούρα του Λάχτι, αναλαμβάνει να χρωματίσει τελικά πάνω στον φωτιστικά φουλ αντιθετικό, ασπρόμαυρο καμβά του φιλμ, το δικό του νόημα στη μέρα, τη ζωή και την όποια ευτυχία ή επιτυχία του.