Με έναν εντελώς συμπτωματικό τρόπο δύο ταινίες επιχείρησαν φέτος να προσεγγίσουν ένα ιστορικό γεγονός από απολύτως διαφορετικές σκοπιές. Αν όμως η «Δουνκέρκη» του Κρίστοφερ Νόλαν προσπάθησε να αναπαραστήσει την περίφημη μάχη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την καθαρά στρατιωτική της πλευρά, στην «Πιο Σκοτεινή Ώρα» ο Τζο Ράιτ κρατάει το ίδιο συμβάν εκτός πλάνου, θέλοντας μέσω αυτού να οδηγηθεί αλλού: στο πώς ο Γουίνστον Τσόρτσιλ κατόρθωσε να πετύχει τον πρώτο του πολιτικό θρίαμβο, μόλις λίγους μήνες αφότου ανέλαβε την ηγεσία της Μεγάλης Βρετανίας, συσπειρώνοντας ολόκληρη τη χώρα γύρω από τη θαρραλέα του απόφαση να εναντιωθεί στον χιτλερικό επεκτατισμό.
Στην καινούργια του ταινία, ο σκηνοθέτης της ενδιαφέρουσας «Εξιλέωσης» (2007) και αρκετών άλλων, λιγότερο πετυχημένων ταινιών (από την «Άννα Καρένινα» και τον «Βιρτουόζο» μέχρι το προπέρσινο «Παν») επιλέγει να προσεγγίσει την πιο εμβληματική προσωπικότητα της βρετανικής Ιστορίας του 20ού αιώνα όχι επιστρατεύοντας τις μεθόδους μιας βιογραφίας, αλλά διαλέγοντας να την σκιαγραφήσει μέσα από ένα μεμονωμένο, αλλά τόσο καθοριστικής σημασίας περιστατικό.
Για την ιστορία που βάλθηκε να διηγηθεί, βασισμένη σε ένα αρκετά κοντόφθαλμο σενάριο από τον Άντονι ΜακΚάρτεν ο οποίος έγραψε τη «Θεωρία των Πάντων» (2014), ο επιδειξιομανής συνήθως Ράιτ διαλέγει έναν αφηγηματικό δρόμο όσο το δυνατόν πιο φρόνιμο και φιλικό στο ευρύ κοινό, γυρίζοντας πλάτη στα στυλιστικά τερτίπια που χαρακτήριζαν τις προηγούμενες ταινίες του με σκοπό να υιοθετήσει ένα ακαδημαϊκό ύφος το οποίο όχι μόνο να χαίρει γενικής αποδοχής, αλλά και να συγκινήσει πιθανόν τους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους των ετήσιων κινηματογραφικών βραβείων.
Η ταινία είναι τόσο συνεπαρμένη με το αντικείμενό της, ώστε καταλήγει να το αγιογραφεί επί δύο ώρες
Κομμένη και ραμμένη με βάση τα πλέον πολυφορεμένα οσκαρικά πατρόν, η «Πιο Σκοτεινή Ώρα» χρησιμοποιεί ως μέγιστο κράχτη της τον Γκάρι Όλντμαν και τα θαύματα του προσθετικού μακιγιάζ σε μια αβανταδόρικη ερμηνεία την οποία κανείς από τις διακόσιους και κάτι ηθοποιούς που έτυχε στο παρελθόν να υποδυθούν τον Τσόρτσιλ δεν θα μπορούσε να έχει καταφέρει: μια μίμηση τέτοιας ακρίβειας ώστε ο ηθοποιός να εξαφανίζεται εντελώς πίσω από το περίτεχνο μέικ απ, χωρίς αυτό να σημαίνει ασφαλώς ότι οι μανιερισμοί που επιστρατεύονται εδώ αποτελούν σπουδαία υποκριτική.
Το μεγαλύτερο ολίσθημα του σκηνοθέτη και του σεναριογράφου βρίσκεται, ωστόσο, στον απλουστευτικό χαρακτήρα που υιοθετούν. Η ταινία είναι τόσο συνεπαρμένη με το αντικείμενό της, ώστε καταλήγει να το αγιογραφεί επί δύο ώρες και να του προσφέρει αλλεπάλληλες λατρευτικές σκηνές. Ανάμεσά τους βρίσκεται και το στα όρια του προσβλητικού στιγμιότυπο όπου το πολυφυλετικό (και, ως φαίνεται, ιδεολογικά άβουλο) πλήθος του λονδρέζικου υπόγειου σιδηρόδρομου στέκει εμβρόντητο μπροστά στην αιφνίδια επίσκεψη του Τσόρτσιλ και λίγο μετά τον αποθεώνει, δίνοντας έτσι και τη λαϊκή ευλογία στην απόφασή του να μην συνθηκολογήσει με τη ναζιστική Γερμανία.
Πρόκειται για μια ξεκάθαρα πατροναριστική και λαϊκίστικη επινόηση (κανένα τέτοιο συμβάν δεν έλαβε χώρα στην πραγματικότητα), που μοιάζει περισσότερο με νοσταλγία και φαντασίωση για τις εποχές των bigger than life ηγετών και των φλογερών ρητορειών οι οποίες μπορούσαν να υπνωτίσουν ολόκληρα έθνη. Και που φαντάζει εντελώς παράταιρη ως σκέψη στις επικίνδυνες μέρες που διανύουμε.