Προσπαθώντας (με αμφίβολη, ωστόσο, επιτυχία) να κινηθεί ανάμεσα σε ένα ουμανιστικό εθνογραφικό δράμα και μια αμήχανη τραγικωμωδία που θυμίζει κάτι από τους «Τρεις Ήρωες» του Ντέιβιντ Ο. Ράσελ, ο υποψήφιος για Όσκαρ το 2012 με το μικρού μήκους αντιπολεμικό «Ασάντ» σκηνοθέτης Μπράιαν Μπάκλεϊ, επιστρέφει στη Σομαλία για να αφηγηθεί μια εξωφρενική πραγματική ιστορία ενός ημιαποτυχημένου Καναδού ερασιτέχνη ρεπόρτερ (Έβαν Πίτερς) ο οποίος, στην αναζήτηση της μεγάλης είδησης και μετά από τις προτροπές ενός αλκοολικού πρώην διασήμου δημοσιογράφου (ο πολύς Αλ Πατσίνο σε έναν μικρό, αλλά σπαρταριστό ρόλο) επιβιβάζεται σε ένα αεροπλάνο για τη μακρινή Σομαλία, στην προσπάθειά του να καταγράψει το παράνομο κύκλωμα πειρατείας των διεθνών εμπορικών πλοίων από γηγενείς συμμορίες.
Έχοντας δανειστεί ελάχιστα χρήματα από τους γονείς του -οι οποίοι κυρίως θέλουν να τον ξεφορτωθούν- και εξαπατώντας τις τοπικές αρχές, πείθοντάς τους ότι είναι ένας φημισμένος δημοσιογράφος, ο οποίος πρόκειται να συγγράψει το απόλυτο μπεστ σέλερ που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο ο δυτικός κόσμος βλέπει την πολιτικά πολυτάραχη Σομαλία, ο ελαφρώς αντιπαθητικός Τζέι καταλήγει να περνά τις μέρες του δωροδοκώντας με παραισθησιογόνα φυτά τους αρχηγούς των ληστών ή φλερτάροντας απερίσκεπτα με μια από τις γυναίκες του πιο επικίνδυνου εξ αυτών. Θα έρθει όμως εκείνη η στιγμή στην οποία, ένα απρόβλεπτο παιχνίδι της μοίρας θα τον οδηγήσει στην καρδιά των γεγονότων, μεταμορφώνοντάς τον από αδέξιο τυχοδιώκτη σε έναν ώριμο επαγγελματία και παράλληλα έναν συνειδητοποιημένο άνδρα γεμάτο σεβασμό απέναντι στην πλούσια ιστορία και τον ενδιαφέροντα πολιτισμό των κατοίκων της χώρας της ανατολικής Αφρικης.
«Οι Πειρατές της Σομαλίας» επιδεικνύουν, ιδιαίτερα μετά στην δεύτερή τους πράξη, μια αξιοσημείωτη διάθεση να αμφισβητήσουν τα στερεότυπα και τις ασφαλείς συμβάσεις ενός βιογραφικού φιλμ, παρουσιάζοντας τον κεντρικό χαρακτήρα ως έναν αφελή και αιθεροβάμονα νεαρό, χωρίς σχεδόν καμιά γνώση πάνω στο αντικείμενο, που τελικά τυγχάνει να είναι τόσο τυχερός ώστε να βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Ο ιδιαίτερα αξιόλογος Έβαν Πίτερς («X-Men», «Μια Αμερικάνικη Ληστεία») ερμηνεύει με την ανάλογη ελαφρότητα, πέφτοντας όμως τελικά και ο ίδιος στην παγίδα που άθελα στήνει η ευθύγραμμη αφήγηση, αφού αδυνατεί τελικά να σοβαρευτεί όταν το φιλμ αργοπορημένα αποφασίσει να συγκροτηθεί για να περάσει το ανθρωπιστικό του μήνυμα.
Όλη η απίθανη περιπέτεια του Τζέι Μπάχαντουρ (ο οποίος μόνιμα χαρακτηρίζεται ως «αμερικάνος» ενώ ο ίδιος προσπαθεί να πείσει τους πάντες ότι είναι Καναδός, σε ένα παρωχημένο αστείο που αγγίζει τα όρια της κατάχρησης) δίνει τελικά την αίσθηση μιας βόλτας στο πάρκο ή έστω μιας χαλαρής και προστατευμένης τουριστικής περιήγησης, με μοναδικό συγκλονιστικό στοιχείο την εξαίσια για ακόμη μια φορά (μετά το εμφατικό, αν και μονοδιάστατο «Κάπτεν Φίλιπς») ερμηνεία του Σομαλού Μπαρκάντ Αμπντί, ο οποίος αποτελεί και τον κινηματογραφικό συνδετικό κρίκο που ενώνει δύο γεγονότα τα οποία έμελλε να συμβούν περίπου την ίδια χρονική στιγμή.
Στα πλεονεκτήματα του φιλμ, πέρα από την ικανοποιητική ροή και την ισορροπημένη δομή, η μικρή αν και εύστροφη απόδοση κινηματογραφικής αναφορικότητας, με το πόστερ του «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» να κινηματογραφείται (και να γίνεται αντικείμενο χλευασμού από τον κυνικό Πατσίνο) στο μπακγκράουντ του υπογείου του πατρικού του πρωταγωνιστή. Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν ίσως να σώσουν την παρτίδα, σε μια ταινία που θα μπορούσε πολλά περισσότερα, αν τελικά δεν άφηνε τα θετικά της στοιχεία να ξεφύγουν επιπόλαια μέσα από τα χέρια της.