Σχεδόν κάθε φορά που βρίσκεσαι σε κινηματογραφική αίθουσα, ψάχνεις τη στιγμή όπου θα πέσεις σε εκείνη την ταινία που να μη χρειαστεί προσπάθεια να σε τραβήξει μέσα της. Να πας περίπου από μόνος σου, να σε κερδίσει. Κάτι τέτοιο (μας) συνέβη με το ουγγρικό «On Body and Soul» της Ίλντικο Ενιέντι, όταν το γνωρίσαμε κατά τη διάρκεια της 67ης Μπερλινάλε. Κυρίως γιατί το διακρίνει ένας ανεπιτήδευτος συνδυασμός τρυφερότητας και τραχύτητας, αλλά και επειδή διαθέτει μια ιστορία με την οποία εμπλέκεσαι πολύπλοκα και μια αλήθεια που δε «φωνάζει» αλλά είναι εκεί, περίπου σίγουρη για τις καλές πιθανότητες να την αναγνωρίσεις. Μοιάζει ρομαντικό το πώς το θέτω και ίσως να είναι, όμως εν προκειμένω η οπτική αυτή κουμπώνει με το νέο φιλμ της βραβευμένης με Χρυσή Κάμερα σκηνοθέτιδας του «Ο 20ος μου Αιώνας» (1989).
Το σκηνικό από μόνο του αντιθετικό, απ’ αυτά που φτιάχνουν ωραίες ερωτικές ιστορίες παραδομένες στο γοητευτικό μυστήριο μιας απιθανότητας. Σ’ ένα σφαγείο στη Βουδαπέστη, μια νεοφερμένη υπεύθυνη ελέγχου ποιότητας και ο αρκετά μεγαλύτερός της οικονομικός διευθυντής ανακαλύπτουν πως κάθε βράδυ βλέπουν τα ίδια όνειρα. Η αλαφροΐσκιωτη Μαρία ζει σε έναν κόσμο όπου οι κανόνες αποτελούν ευαγγέλιο και η επαφή με τον περίγυρο είναι πρακτικά ανύπαρκτη. Ο επίσης εσωστρεφής Έντρε έχει τα δικά του θέματα εγγύτητας, δείχνει ωστόσο ένα συγκρατημένο ενδιαφέρον για την κοπέλα. Εμβόλιμα της ιστορίας τους, παρακολουθούμε το σχεδόν μακάριο σμίξιμο δύο ελαφιών στο χιονισμένο δάσος. Αργότερα καταλαβαίνουμε πως τα δύο ζώα δεν είναι άλλο από την κοινή ονειρική εκδοχή του Έντρε και της Μαρίας, όποτε εκείνοι αφήνονται στην αγκαλιά της άχρονης φύσης ή, αν προτιμάτε, του ασυνειδήτου.
Η Ενιέντι βασίζει πολλά στα φορτωμένα με ανείπωτες σκέψεις βλέμματα των πρωταγωνιστών της, προκειμένου να χτίσει πάνω στο καδράρισμά τους ένα φιλμ που να γιορτάζει την παραδοξότητα και το απίθανο.
Ανάμεσα στις σύντομες σκηνές από τη διαδικασία παραγωγής, τέτοιες που θυμίζουν εκείνο το αφηγηματικά λιτό και σοκαριστικό ντοκιμαντέρ του 2005 «Ο Άρτος Ημών ο Επιούσιος», καθώς και τις μαγκωμένες συναντήσεις των δύο πρωταγωνιστών, η Ενιέντι φτιάχνει ένα ωμό και συνάμα αιθέριο ρομαντικό παραμύθι. Τα αναπάντεχα ραντεβού που αρχίζουν να δίνουν η Μαρία και ο Έντρε στον κόσμο των ονείρων, γίνονται γέφυρα που υπερβαίνει πληγές και φόβους, και την ίδια στιγμή βάλσαμο για δυο ιδιοσυγκρασίες που μέχρι πρότινος είχαν βολευτεί στην απουσία συναισθήματος και σε σώματα που αδυνατούν να βρεθούν. Δύο άνθρωποι τρομαγμένοι να ζήσουν, σε ένα βιομηχανικό πλαίσιο που θα (τους) τρόμαζε αν δεν έθετε σαν προϋπόθεση το να αποστειρώνει μέχρι και την ίδια τη φυσική αποστροφή μας μπροστά στο αίμα και τη θανάτωση, συνθέτουν έναν μικρόκοσμο συναισθηματικά απρόσφορο αν τον δούμε με βάση τη λογική, ικανό ωστόσο να ανοίξει το δρόμο για την πλέον ελπιδοφόρα διέξοδο που λέγεται έρωτας.
Τον μικρόκοσμο αυτό η Ενιέντι τον αντιμετωπίζει με βαθύ νοιάξιμο για τους ήρωές της, χωρίς διάθεση να τους χαϊδέψει και – το βασικότερο – με ακομπλεξάριστο, υπόγειο χιούμορ. Τέτοιο που να μπορεί ακόμα και την πλέον οριακή συναισθηματική κατάσταση να τη μεταστρέψει το αμέσως επόμενο λεπτό σ’ ένα ακόμα καπρίτσιο ενός δυσλειτουργικού ερωτικού παιχνιδιού, σε ένα πλαίσιο όπου οι σχέσεις μοιάζουν νομοτελειακά περίπλοκες, η πηγαία έκφραση σαμποτάρεται εκ των έσω και η ψυχοθεραπεία καμώνεται το λυσάρι που έχει απαντήσεις για όλα (ενδεικτικό το πώς διαχειρίζεται την όλη υποπλοκή με την ψυχολόγο που περνά από αξιολόγηση τους υπαλλήλους της επιχείρησης).
Η «Ψυχή και το Σώμα» πιθανότατα δε θα λειτουργούσε το ίδιο απολαυστικά αν έλειπαν από το καστ η Αλεξάντρα Μπορμπέλι και ο Μορκσάνι Γκέζα. Είναι παραπάνω από εμφανές πως η Ενιέντι βασίζει πολλά στα φορτωμένα με ανείπωτες σκέψεις βλέμματα των πρωταγωνιστών της, προκειμένου να χτίσει πάνω στο καδράρισμά τους ένα φιλμ που να γιορτάζει την παραδοξότητα και το απίθανο. Και τελικά, το ενήλικο παραμύθι που μας προσφέρει είναι απ’ αυτά που όχι απλώς καλοδέχεσαι τη σύμβασή τους, αλλά βρίσκεσαι χωρίς να το πολυκαταλάβεις γοητευμένος απ’ τα ερωτήματα και τη διαύγεια της οπτικής τους.